αδελφός

98 24 75
                                    

Ο Ander και ο Xander, όπως και τα ονόματά τους είχαν την ίδια χροιά, έτσι και το γούστο τους στις κοπέλες, στα χόμπι, στα πάντα ήταν ίδιο. Άκουγαν την ίδια μουσική, έβλεπαν τις ίδιες ταινίες, την έπεφταν στις ίδιες κοπέλες, έλεγαν τις ίδιες ηλίθιες ατάκες. Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο των γονιών του, ο Ander ένιωθε τον Xander σαν αδελφό. Μπορεί να έχασε τους γονείς του, αλλά πίστευε πως του έδωσαν ένα δώρο αποχαιρετισμού.

Οι δυο τους, περνούσαν όλη τη μέρα μαζί. Ο ένας κοιμόταν στο σπίτι του άλλου, έτρωγε στο σπίτι του άλλου, γελούσε με την ευτυχία της ζωής στο σπίτι του άλλου. Ο Ander τον αγαπούσε πολύ και δεν πίστευε πως θα χανόταν αυτή η αδελφική αγάπη ποτέ.

Η Valerie εμφανίστηκε στις ζωές τους σαν αστραπή. Ήρθε ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε κανείς. Ήταν η πιο όμορφη κοπέλα. Η πιο γλυκιά. Η πιο καλή. Τα μάτια της είχαν το χρώμα του ουρανού και ο Ander είχε μαγευτεί σε ένα δεύτερο. Ο Xander ήταν ο πρώτος που έκανε τη κίνηση. Όπως και με τις υπόλοιπες κοπέλες, οι δύο τους συναγωνίστηκαν για το χέρι της σαν Ιππότες. Ο Xander χρησιμοποίησε το αστραφτερό χαμόγελο και το βλέμμα που έκανε τις κοπέλες να λιώνουν. Ο Ander τις μιλούσε για όνειρα και περιπέτειες που έπρεπε να περάσουν μαζί.

Ο Xander είχε όμως ένα πλεονέκτημα. Γνώριζε τη Valerie απ' έξω και ανακατωτά. Ήξερε το αγαπημένο της χρώμα, το αγαπημένο της λουλούδι, το αγαπημένο της τραγούδι λόγω της σχέσης που είχαν οι γονείς τους. Οι δύο τους γνωρίστηκαν μέσα στη θλίψη για αυτή τη σχέση. Κάτι τους τράβηξε μαζί. Και ο Ander δεν ήταν μέρος όπου αυτού.

Οπότε έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Γιατί άξιζε.

Και τη φίλησε.

Ο Xander ήταν ο πρώτος που το έμαθε. Συγκεκριμένα, η Valerie του το είπε σχεδόν αμέσως, μιας και η ίδια είχε ήδη αποφασίσει να μείνει μαζί του, με τον Ander. Ακόμη και μετά από αυτό, ο Ander πίστευε πως η αδελφική τους αγάπη δεν θα πέθαινε ποτέ. Έκανε όμως μεγάλο λάθος.

Ο Ander θυμόταν εκείνο το βράδυ σαν να συμβαίνει αυτή τη στιγμή μπροστά του. Ήταν το τελευταίο βράδυ του καλοκαιριού πριν ξεκινήσει η τελευταία σχολική χρονιά. Ο Ander γύριζε σπίτι από το πρώτο ραντεβού του με τη Valerie. Την είχε πάει στο παλιό αμπέλι του κυρίου Mason, το οποίο τώρα ήταν αγριόχορτα και τσουκνίδες. Την ανέβασε στην ταράτσα του πέτρινου εγκαταλελειμμένου σπιτιού και την έβαλε να κάτσει στο τραπεζομάντηλο που φύλαγε η Astrid στο μπαούλο με τα πράγματα της μητέρας. Της παρουσίασε τα πιο υπέροχα σάντουιτς που μπορούσε να φτιάξει. Της έβαλε να δοκιμάσει το παγωτό λεμόνι που προσπάθησε να κάνει. Το πρόσωπό της ξίνησε και μετά του έδωσε την πιο όμορφη μελωδία, το γέλιο της. Τη έβαλε από ένα παλιό κασετόφωνο μια κασέτα που είχε φτιάξει ο μπαμπάς του για τη μαμά του. Και όλα κύλησαν υπέροχα.

lovely | ✓Donde viven las historias. Descúbrelo ahora