Κεφάλαιο 16...

342 41 37
                                    

Αγακλής



Την επόμενη μέρα ξυπνάω και ανακάθομαι στο κρεβάτι μου. Δεν κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και νιώθω ότι κοιμήθηκα πολύ βαριά. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω να κάνω λίγη πρωινή γυμναστική για να νιώσω καλύτερα. Πάντα για τους άντρες της οικογένειας μας η γυμναστική αποτελούσε καταφύγιο, μου το έμαθαν αυτό μεγαλώνοντας και το ίδιο σημαίνει και για μένα πια, μετά από τόσα πολλά χρόνια.

Μετά από λίγη ώρα μπαίνει στο γυμναστήριο και ο πατέρας μου και αφού με καλημεριζει αρχίζει και εκείνος την γυμναστική.

"Πως είσαι;"με ρωτάει.

"Δεν ξέρω, πιστεύω καλά."

"Η κατάρα μιας γοργόνας σπάνια μπορεί να επηρεάσει έναν θεό. Μόνο θνητούς."λέει ο πατέρας μου καίω εμέ πλησιάζει στοργικά.

"Άρα δεν το πιστεύεις; Δεν πιστεύεις ότι μπορώ να πάθω κακό ή ότι ίσως κινδυνεύω;!" Ξαφνικά χωρίς λόγο νιώθω το αίμα μου να βραχεί μέσα στις φλέβες μου και ένταση με κυριεύει χωρίς οι λέξεις που είπε να το έχουν προκαλέσει όλο αυτό.

"Θες να πιστεύω ότι θα πάθεις κάτι ή όχι;! Θες να σου φέρομαι σαν μικρό απροστάτευτο παιδί ή σαν τον άντρα που είσαι;!"ο πατέρας μου φωνάζει τώρα και εκείνος. Όλο αυτό ξεκίνησε γιατί εγώ είμαι βλάκας και τρώγομαι με τα ρούχα μου χωρίς λόγο.

Ή εξαιτίας της κατάρας.

"Συγνώμη μπαμπά."του λέω και βγαίνω από το δωμάτιο.

Μόνο σε ένα μέρος μπορώ να βρω τις απαντήσεις που ψάχνω.

Στο μαντείο των Δελφών.

Με αυτήν μου και μόνο την σκέψη μεταφέρουμε έξω από το μαντείο και με αργά βήματα περπατάω προς αυτό. Μπορούσα να μάθω κάποια πράγματα από την Κασσάνδρα, την μαμά της γιαγιάς μου της Αγάπης, όμως δεν ήθελα κάνεις από την οικογένεια να ξέρει πολλά για αυτήν την κατάρα και να ανησυχεί. Μπαίνω μέσα στην μεγάλη σκηνή της Πυθίας και μαύρες, μπλε και χρυσές κορδέλες κρέμονται από παντού. Μερικές παλλακίδες που εκτελούν χρέη υπηρετριών της με κοιτάνε καθώς μπαίνουν αλλά δεν κάνουν τίποτα. Μπαίνω στο μέρος στο οποίο βρίσκεται η Πυθία και την βρίσκω να κάθεται πίσω από ένα τραπέζι. Ρίχνει ταρό και το βλέμμα της δείχνει χαμένο.

"Σε περίμενα εδώ και καιρό να έρθεις Αγακλή."λέει με την σιγανή φωνή της.

"Πως ήξερες ότι θα ερχόμουν και με περίμενες;"την ρωτάω και κάθομαι στην πολυτελή καρέκλα απέναντι της.

Αγακλής...Where stories live. Discover now