''Ξες δεν θα ήταν κακό να παραδεχτείς ότι ζηλεύεις'' λέει και η
3λεπτη σιγή μας σπάει.
''ποιος; Εγώ;'' Ρωτάω ενώ γελώ δυνατά.
''ναι εσύ. Σε είδα πως κοιτούσες την Katie.'' Γελαει και αυτός.
Ξέρει ότι λέει βλακείες αλλά δεν σταματά.
''ναι σίγουρα όχι.'' Τον κοιτάζω περίεργα. Τι να ζηλέψω ακριβώς.
''αρά δεν θα σε πείραζε να σου πω που βάζω τα δάχτυλα μου-''
''Ίου τι; Κοφτό'' τον διακόπτω αηδιασμένη.
'' και μετά τα βγάζω-'' συνεχίζει μονό και μονό για να με δει να
Εκνευρίζομαι.
''Stones κοφτό είπα.'' Λέω σοβαρά.
''αρά ζηλεύεις. Αλλιώς δεν θα είχες θέμα να ακούσεις.'' Γελαει.
''Ή απλά δεν είμαστε φίλοι έτσι δεν έχουμε την άνεση
να συζητάμε για αυτά.'' Το γέλιο του σταματά και καθαρίζει τον
λαιμό του.
''έχεις δίκιο συγγνώμη.'' Σωπαίνει.
Ναι κατά κάποιον τρόπο με εκνευρίζει που νομίζει ότι μπορεί να
μου τα λέει αλλά όχι ότι και ζηλεύω. Δεν νιώθω τίποτα για αυτόν
για να ζηλέψω κάποια που γαμαει.
Η υπόλοιπη διαδρομή είναι ενοχλητικά σιωπηλή κάνοντας με να νιώθω άβολα. Μέχρι που αποφασίζω να σπάσω την σιωπή για το καλό και τον δυο μας.
''ευχαριστώ για της προάλλες.'' Δεν τον είχα ευχαριστήσει ποτέ που με 'έσωσε'. Το βλέμμα του γυρνά προς τα έμενα και τα ματιά μας συναντιούνται ξανά.
Κουναει καταφατικά το κεφάλι του όσο παρκάρει μπροστά από το σπίτι μου.
Γνέφω όσο πάω να ανοίξω την πόρτα του αμαξιού.
''έμαθα ότι οι γονείς σου πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Λυπάμαι.'' Λέει κόβοντας μου την ανάσα. Έχουν πάει χρονιά που έχω να το συζητήσω. Δάκρυα γεμίζουν τα ματιά μου χωρίς να γυρνώ να κοιτάξω τον Stones. Ισιώνω την σπονδυλική μου στήλη και παίρνω μια βαθιά ανάσα ακουμπώντας το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα.
''Μην.'' Δεν τον κοιτάζω καθόλου όσο η φωνή μου σπάει.
''ξέρω τι πάει να πει να είσαι μόνος. Καταλαβαίνω.'' Συνεχίζει. Γιατί; Γιατί πρέπει να μιλάμε για αυτό. Χωρίς να απαντήσω βγαίνω έξω από το αμάξι καταλαβαίνοντας ποσό κακή ιδέα ήταν να με φέρει σπίτι.
Το κινητό μου τρίζει όταν μπαίνω στο σπίτι γεμάτη δάκρυα στα μαγουλά μου.
Ο Μarcus;
''Marcus;'' Απαντώ στην κλήση.
''Alaina έχουμε πρόβλημα.'' Λέει ταραγμένος.
''Τι τρέχει;'' Σκουπίζω τα δάκρυα και καθαρίζω τον λαιμό μου.
''Οι Felix γύρισαν.'' Τα ματιά μου γουρλώνουν όσο η κάρδια μου πλέον χτύπα δυνατά.
''Πότε;'' Φωνάζω πλέον.
'' Χθες το βράδυ. Ζητανε να δουν το αφεντικό. Τι θα κάνουμε;'' Ήρεμα Alaina, τι θα έκανε ο μπαμπάς; Θα τους συναντούσε αυτό θα έκανε.
''Νταξει όλα καλά, ήρεμα. Κλείνω αεροπορικά και εσύ μια συνάντηση μαζί τους. Θα βρούμε λύση με το που φτάσω Νέα Υόρκη.'' Το έχω όλα καλά.