|2|. Can't Help Falling In Love

56 18 34
                                    

Κάθομαι σε ένα ξύλινο παγκάκι στην μέση ενός πάρκου και παρατηρώ τα πάντα γύρω μου. Το σκοτάδι της νύχτας σε συνδυασμό με το φως του φεγγαριού μου προκαλούν νοσταλγία.

Έπρεπε να πεθάνω για να καταλάβω πόσο σπουδαία και όμορφη είναι η ζωή. Εμείς οι άνθρωποι τελικά είμαστε χαζοί. Αναλωνόμαστε σε πράγματα που μπορεί να μας φαίνονται σημαντικά αλλά στην πραγματικότητα είναι απλώς απλοί προβληματισμοί.

Εγώ είμαι σίγουρος ότι αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα έκανα πολλά πράγματα διαφορετικά. Θα έδειχνα στους ανθρώπους μου πόσο τους αγαπώ. Δεν θα φοβόμουν μην με παρεξηγήσουν ή μήπως τους κουράσω.

Η αγάπη δεν κουράζει άλλωστε. Η αγάπη δεν σταματά ποτέ. Ούτε μετά τον θάνατο. Δεν σταματάς να αγαπάς κάποιον επειδή πεθαίνει. Απλώς δεν τον έχεις μπροστά σου για να του το πεις και να του το δείξεις.

Είναι σαν ένα ποτάμι. Κυλάει συνεχώς, δεν σταματά να ρέει και δεν γυρίζει πίσω.

«Η ζωή είναι ωραία τελικά...» είπα στον εαυτό μου και αναρωτήθηκα τι ώρα να είναι. 

Σαν πνεύμα που είμαι πια και όχι σαν άνθρωπος, δεν μπορώ να φορέσω ρολόι. Έτσι κινούμαι χωρίς να ξέρω τι ώρα είναι. Τα μόνα σημάδια που έχω είναι ο ήλιος και το φεγγάρι. Το φως του φεγγαριού, την ανατολή και τη δύση του ήλιου. 

Θυμάμαι τη στιγμή που άφηνα αυτόν τον κόσμο. Θέλω να ξεχάσω αυτή τη στιγμή, αυτήν την ακαριαία στιγμή πόνου. Δεν μπορώ όμως. Λες και το μυαλό μου θέλει πάντα να έχει χαραγμένη πάνω του την νύχτα εκείνη. 

Ήταν χαρμόσυνη ημέρα και κανείς -ούτε καν εγώ - δεν περίμενε ότι θα ήταν και η τελευταία μου. Δεν είχα καν εκείνο το κλισέ, εκείνο το κακό προαίσθημα από την ώρα που ξύπνησα. Κάθε πρωί επεδίωκα να ξυπνάω με καλή διάθεση. Κυρίως όμως να φτιάχνω των γύρω μου την διάθεση.

Είχα μόλις μάθει πως σε λίγο καιρό θα γινόμουν επισήμως φοιτητής. Η αναμονή για τα αποτελέσματα ήταν πολύωρη και κουραστική. Δεν με ένοιαζε όμως γιατί μετά από την χαρμόσυνη είδηση που περίμενα, θα το γιόρταζα με την Lyra και την οικογένεια μου. 

Στεκόμουν ώρες για να μάθω τα αποτελέσματα. Κόσμος ερχόταν, κόσμος έφευγε αλλά κανένας πίνακας δεν έγραφε το όνομα μου. Δεν στεναχωριόμουν όμως. Ούτε σκεφτόμουν να φύγω και να τα παρατήσω. Σκεπτόμενος τον στόχο μου και τα όνειρα που είχα, το είχα βάλει πείσμα να μείνω εκεί. 

Metanoia|✔|Where stories live. Discover now