Πριν

135 8 2
                                    

Το τζάκι έφερνε φως και ζεστη μεσα στο σαλονι του σπιτιού του. Ανακαθισα και πηρα ξανά το τετραδιό μου στα γόνατα μου.

"Απλα σου λεω..." τρωω ενα κομματι μήλο που ειχε φερει. "Γνωρισες το λαθος άτομο, τη λαθος στιγμη." συνεχιζω.

"Ξερεις κατι; Στο παραδέχομαι ομως πως ηταν η καλυτερη σχέση που εχω κανει. Εγω τουλαχιστον περνουσα καλά. Την αγαπούσα-"

"Σε απατησε!"

"Το ξερω!" καθεται με φόρα. "Και καθε φορά θα συνεχιζω να αναρωτιεμαι τι εκανα λάθος..."

"Δε φταις εσυ-"

"Ημουν πολύ καλός; Δε με ηθελε επειδή ημουν καλος; Επειδή της πηγαινα δωρα καθε φορα που την εβλεπα;"

"Σε παρακαλώ, δεν ισχυει αυτό..." τον παρηγορώ και του χαϊδεύω την πλατη.

"Ή ισως επειδή της ελεγα καθε ωρα και στιγμή που βρισκομαι, επειδη δεν ηθελα να ανησυχει;" λέει ειρωνικά.

Συνέχιζα να κανω την εργασία μου οσο συνέχιζε την γκρίνια για την πρωην του.

Δεν μπορώ άλλο, θα πάω να τη βρώ και να τη δείρω.

Πώς τον καταντησε έτσι;

Παρατηρώ την εικόνα του. Ματια κοκκινα με μαυρους κύκλους, ντυμενος με μια γκρι φόρμα και ενα μαύρο φούτερ, τα ξανθά του μαλλιά μπερδεμένα. Σαν την αδικη κατάρα.

"Ο,τι και να πεις εχεις δικιο. Αλλά δεν μπορώ να καθομαι να σε βλεπω να καταστρεφεις τον εαυτό σου για...εκείνη!" φωναζω και σκουπιζει τη μύτη του.

Του δίνω λιγη σοκολατα, αυτήν τη σοκολατα με μπισκοτο ορεο και φράουλα. Αυτη του αρεσει.

"Παμε βολτα. Οπου θες. Μια γυρα το τετραγωνο, εστω..." τον παρακαλάω και με κοιταει στα ματια.

Εχει να βγει απο το σπιτι δωδεκα μερες.

ΔΩΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ.

"Δε θελω. Εχει κρυο και η ραγισμενη μου καρδιά ισως σπασει κι αλλο με τον καιρό..." κοροιδευει και τον βλεπω για πρωτη φορα να γελάει λιγο.

Ανοιγει τα χερια του και πεφτω μέσα στην αγκαλιά του.

"Εισαι βλάκας που σκας για μια γκομενα, το ξερεις ε;" του λεω.

"Δεν ειναι ξαδέρφη σου η Μάρα;" επισημαινει και γελαμε. Με σφίγγει πιο πολυ πανω του οταν ξαναλεει το όνομα της πρωην του.

"Ναι, αλλά και παλι δεν την κανει λιγότερο ηλιθια το γεγονος αυτό. Εκανε μεγαλη στραβή με αυτό που πηγε και τέλος παντων εκανε..." γυριζω και βλεπω τον Άγγελο να ξαναβουρκωνει.

"Σταματα πια! Θα βρεις αλλη!" φωναζω αγανακτισμένα.

"Δε θελω καμια τωρα! Καμία. Αν ειναι, θα περναω τον χρονο μου με ξεπετες οπως και πριν." σηκωνεται και ανοιγει ενα κουτακι μπύρας.

"Αγγελε οχι παλι. Δεν ειναι λυση αυτο."

"Ναι! Είναι για εμενα! Τουλαχιστον δε θα δεθω συναισθηματικά με καποια καργιολα που οταν με βαρεθει θα αποφασισει να μου σπασει την καρδια!" κλαψουρίζει σαν μικρό παιδί κουνοντας τα χερια του πανω κατω.

"Εχω παντα εσενα ομως, ε Νίνα;" ρωταει με πιο ήρεμο τονο αυτην τη φορά.

"Ναι, εχεις εμενα." αναφωνώ και τον τραβαω για άλλη μια αγκαλιά.

Τον έκανε κουρέλι τον κολλητό μου η κοπελια.

Μάρα, αγάπη μου μοναδική, παρε πεντε φασκελα από εμενα. Ετσι γιατί ο δικος σου μου εχει σπασει ολοκληρο το νευρικο συστημα.

Θα περνουσα το απόγευμα μου ετσι εκεινη την μερα, γιατι ο κολλητός μου χρειαζόταν καποιον να τον υποστηριξει. Ναι, εγω ειμαι αυτος ο κάποιος γιατί ο κολλητός του ηταν απασχολημένος με "τακτοποιηση δωματιου και γενικη καθαριότητα."

Αντε στο διαολο.

"Θες να φερω μια κουβερτα να χουζουρεψουμε;" λεει νυσταγμενα.

"Αντε, φερε..." τον βλεπω να σηκωνεται και να πηγαινει προς το ντουλάπι, σέρνοντας τα ποδια του.

Μεχρι να γυρισει, σηκωθηκα και πεταξα τη σταχτη και τα αποτσιγαρα απο το τασάκι. Εβαλα το κινητό μου να φορτισει και υστερα ξαπλωσα διπλα στον Αγγελο.

Μου αρεσαν αυτες οι στιγμες πριν. Ηταν ο καλυτερος μου φιλος. Και ημουν η δικη του φυσικά, ποιος αλλος θα ανεχοταν έναν τυπά 1.87 να μυξοκλαιει για εναν χωρισμο.

"Νίνα;" ψελλιζει.

"Έλα μου..."

"Ευχαριστώ." απανταει και κλεινει τα ματια του.

"Τον Θεό να ευχαριστείς που σε έκανε μαλάκα."

Χαιρομαι που τον κανω να νιωθει ασφαλεια.

Μη ειρωνικά τωρα.

Ειναι οντως μεγαλη μου ευχαριστηση να τον ακουω να μιλαει για ό,τι τον απασχολεί.

Δε θα το βαρεθώ ποτέ. Και ας γκρινιαζει σαν τριχρονο.

HeavenWhere stories live. Discover now