Όλα ξεκίνησαν εκείνο το βράδυ. Καθόταν στην κούνια που υπήρχε στην βεράντα του σπιτιού, χαζεύοντας την πανσέληνο που έμοιαζε τόσο κοντά που ένιωθε πως αν άπλωνε το χέρι της θα το άγγιζε.
Τα αστέρια που φαίνονταν -άπειρα- στον ουρανό την προετοίμαζαν για την αυριανή λιακάδα, Σαν χρυσόσκονη πλαισίωναν το φεγγάρι. Χρυσόσκονη από τις παιδικές της χειροτεχνίες κυρίως τα Χριστούγεννα που γέμιζε το πρόσωπο της, σημάδι της σκληρής της δουλειάς για να φτιαχτούν οι κάρτες που με αγάπη θα δινόντουσαν στην γιαγιά και τον παππού, στα ξαδέρφια και τους θείους.
Τα νυχτολούλουδα που περιτριγύριζαν τον κήπο είχαν μόλις ανθίσει και η μαγευτική και μεθυστική τους μυρωδιά, της κρατούσαν παρέα καθώς τα τζιτζίκια που προμήνυαν την άφιξη του καλοκαιριού, της τραγουδούσαν με την ξεχωριστή τους φωνή.
Όλα έδειχναν πως θα ήταν μία γαλήνια νύχτα και το αχνό κάλεσμα του κούκου ήταν η επιβεβαίωση στο μυαλό της.
Καμιά φορά όμως τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά απ' ότι νομίζουμε. Όπως και η πιθανότητα, τα πάντα να αλλάξουν από στιγμή σε στιγμή. Τι καθορίζει αυτή την απρόβλεπτη όμως αλλαγή; Μία απώλεια; Ένας έρωτας; Μια συνειδητοποίηση;
Ποιος εξατμίζει αυτό το ροζ συννεφάκι και μας γειώνει ή μάλλον μας γνωρίζει σε μία εξωπραγματική πραγματικότητα;
Η ώρα ήταν περασμένες 1 και καθώς η κοπέλα ήταν υπερβολικά νυσταγμένη, έγυρε το κεφάλι της στο χνουδωτό μαξιλάρι. Λίγο πριν ο ύπνος την κατακλύσει και αποκοιμηθεί μία μαύρη φιγούρα πέρασε από την ήσυχο μέχρι στιγμής δρόμο μπροστά από τον κήπο.
Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την καστανόξανθη κοπέλα καθώς μέσα σε δευτερόλεπτα ή και κλάσματα δευτερολέπτων - τόσο διήρκησε η εμφάνιση της σκιάς - ήταν αρκετά για να διώξουν κάθε στάλα νύστας από τον οργανισμό της.
Η ανθρώπινη σκιά δεν ακολουθούσε κανένα σώμα, δεν έμοιαζε ζώου αλλά ούτε και πτηνού. Είχε ύψος ανθρώπινο και ήταν τόσο βαθιά και αδιαπέραστη και αφύσικη που μετέφερε ένα ρίγος κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της. Ήταν σίγουρη πως δεν της έπαιζε παιχνίδια ο ύπνος και αυτό την τρόμαζε. Πλέον ο ύπνος παρέα στο φεγγάρι δεν της φάνταζε τόσο φιλικός.
Η Cookie, το μικρό λαμπραντόρ, γάβγιζε μανιωδώς και η κοπέλα κατέβαλλε τεράστιες προσπάθειες για να την ησυχάσει πριν ξυπνήσει τους γείτονες. Μπήκανε στο διώροφο σπίτι και ξάπλωσαν σχεδόν αγκαλιά πάντα με την σκέψη και την απορία. Τι να ήταν αυτό;
Αυτή η ερώτηση θα κυριαρχούσε στις σκέψεις της για αρκετό καιρό ακόμα...
Γειά σας!
Αυτό είναι το πρώτο μου βιβλίο απ' ότι φαίνεται και ενώ αμφιβάλλω τρομερά για το αν θα το διαβάσει κανείς αποφάσισα μετά από καιρό να το ξεκινήσω.
Ελπίζω να σας άρεσε το πρώτο κεφάλαιο!
YOU ARE READING
Ο εφευρέτης
RomanceΑυτή είναι η πρώτη μου ιστορία και δεν είμαι σίγουρη για τίποτα. Δεν ξέρω αν θα την διαβάσει κάποιος, δεν ξέρω αν θα αρέσει και δεν είμαι σίγουρη τελείως για την πλοκή οπότε σας την συνιστώ μόνο αν είστε υπομονετικοί😅