Γ α

18 5 0
                                    

Ο ήλιος είχε ήδη χαθεί από τον ουρανό, ανταλλάσσοντας την λαμπρή μέρα με μια έναστρη νύχτα, χωρίς φεγγάρι. Η Λητώ, τυλιγμένη με μια κουβέρτα, είδε ανακουφισμένη φως μπροστά της. Εδώ και μέρες ταξίδευε μεταμφιεσμένη σαν χήρα δυτικά, με σκοπό να φτάσει στις ακτές του Αιγαίου. Από εκεί και πέρα, θα έπαιρνε ένα πλοίο, οποιοδήποτε θα την έπαιρνε μακριά από την Ασία.

Μπήκε καβάλα μέσα στην πόλη. Οι δρόμοι ήταν έρημοι, και μέσα από τα παράθυρα έβλεπε κυρίως σκοτάδι. Δεν της πήρε πολύ να βρει ένα πανδοχείο. Μπήκε μέσα. Άνδρες και γυναίκες φώναζαν και τραγουδούσαν μισομεθυσμένοι. Πέρασε διακριτικά ανάμεσα από το πλήθος, ώστε να φτάσει στον πανδοχέα. Τον βρήκε σχετικά εύκολα, καθώς συνόδευε έναν έναν τους μεθυσμένους πελάτες στα δωμάτια τους.

Το σγουρό μαλλί του έφτανε κάτω από τους ώμους του, και ήταν βρεγμένο με κάτι που μάλλον ήταν κρασί, και τα ρούχα του ήταν αλειμμένα με κάτι που στην καλύτερη περίπτωση ήταν εμετός. Παρόλα αυτά συνέχιζε υπομονετικά να βάζει κόσμο για ύπνο. Η Λητώ περίμενε πίσω του, μέχρι να στείλει τον επόμενο μεθυσμένο πελάτη στο δωμάτιό του.

Γυρίζοντας πίσω του, ψάχνοντας για κάποιον άλλο για να στείλει για ύπνο, αντίκρισε μια κοπέλα. Τα κοντά μαύρα μαλλιά της σταματούσαν λίγο πάνω από τη βάση του λαιμού της, και ήταν ασυνήθιστα ίσια. Ήταν τυλιγμένη με μια κουβέρτα, ελαφρά βρεγμένη, και φορούσε χιτώνα κοντύτερο από το κανονικό, ο οποίος δεν διακρινόταν κάτω από την κουβέρτα.

"Θα ήθελα ένα δωμάτιο για απόψε". Προσπάθησε να μην ακουστεί επιθετική. Έπρεπε να φαίνεται όσο πιο φυσιολογική γίνεται. Αυτό έπρεπε να ήταν εύκολο, αλλά η προηγούμενη ζωή της είχε ήδη ξεθωριάσει. Θυμόταν ελάχιστα, και μέρα με την μέρα όλα αυτά λιγόστευαν. Η μνήμη ήταν επώδυνη, και η καθημερινή αγωνία δεν της άφηναν περιθώριο να σκεφτεί.

"Είμαστε γεμάτοι" είπε ο πανδοχέας. "Περίμενε λίγο εδώ όμως, κάτι θα σου βρω". Με ένα νεύμα ευγνωμοσύνης, η Λητώ πήγε και έκατσε σε μια καρέκλα, η οποία ήταν ριγμένη στον τοίχο. Είχε περάσει αρκετή ώρα, και ο χώρος είχε σχεδόν αδειάσει. Μόνο λίγοι άνδρες είχαν μείνει, και φώναζαν ο ένας στον άλλο, φιλονικώντας ποιανού η γυναίκα είναι η καλύτερη. Ένας από αυτούς ξεμάκρυνε από την παρέα για να βρει κι άλλο κρασί. Τα μάτια του γύρισαν όλο το δωμάτιο, και σταμάτησαν πάνω στη Λητώ. Άρχισε να την πλησιάζει τρεκλίζοντας, και σταμάτησε ακριβώς μπροστά της.

"Γεια σου". Η μέθη τον έκανε να γελά μετά από κάθε λέξη. "Έλα να πιεις μαζί μας". Η Λητώ τον κοίταξε απειλητικά. Έκπληκτος εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. Έμεινε να την κοιτάζει, και ξαναέκανε ένα βήμα μπροστά. "Δεν πίνω" είπε η Λητώ. "Δεν πίνεις;!" Οι φωνές του έκαναν τους υπόλοιπους άνδρες να γυρίσουν προς το μέρος τους. "Πιες για την παρέα τότε." Η Λητώ επανέλαβε αυτό που είχε πει πριν. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, κάτι που ο άνδρας αδυνατούσε να καταλάβει στην κατάστασή του.

"Πιες σου λέω!" ούρλιαξε. Η Λητώ θυμωμένη τον κτύπησε στο πρόσωπο. Ο μεθυσμένος έμεινε ακίνητος για μια στιγμή. Μόλις συνειδητοποίησε τι έγινε, ανταπέδωσε το κτύπημα. Ξαφνικά το οπτικό πεδίο της Λητώς έγινε λευκό και λαμπερό. Ένιωσε να κινείται προς τα πίσω, και μετά από κάτι που της φάνηκε αιώνες, ένιωσε ένα κάψιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και τους ώμους της. Όταν το άσπρο φως υποχώρησε, είδε τον άντρα να κινείται γοργά τρεκλίζοντας προς το μέρος της. Μετά βίας κατάφερε να αποφύγει το σώμα του, το οποίο έσκασε στον τοίχο.

Κάνοντας σαν να μην είχε χτυπήσει, ο άνδρας έκανε ένα βήμα πίσω, και ξανάρχισε να τρέχει προς τη Λητώ. Εκείνη ενστικτωδώς πήγε να τραβήξει το ξίφος και την κοπίς της, μόνο για να συνειδητοποιήσει πως ήταν μεταμφιεσμένη. Πριν το καταλάβει, ο μεθυσμένος την είχε ήδη σπρώξει στο πάτωμα, χασκογελώντας. Η Λητώ πονούσε πάρα πολύ για να μετακινηθεί. Χωρίς να σταματήσει να γελά, σήκωσε πάνω το κάτω μέρος του χιτώνα του. " Όλοι ξέρουμε πολύ καλά το έθιμο!" φώναξε. Οι υπόλοιποι μεθυσμένοι άρχισαν να τον επιφημούν.

Άρχισε να ουρεί πάνω στη Λητώ, η οποία τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να να κρύψει το κεφάλι της. Ξαφνικά όμως οι επιφημίες και ροή του υγρού σταμάτησε, όχι όμως ο ήχος του. "Αρκετά Αντίνοε, ώρα να πας σπίτι". Μετά από αυτά τα λόγια, το μόνο που μπορούσε να ακούσει η Λητώ ήταν οι δυνατές φωνές των μεθυσμένων και η ήρεμη φωνή του πανδοχέα. Όχι πολύ αργότερα η Λητώ δεν άκουγε κανέναν ήχο, παρά τα βήματα του πανδοχέα στο πέτρινο πάτωμα. Την σήκωσε προσεκτικά όρθια. "Μπορείς να σταθείς;". Η Λητώ τον κοίταξε με ένα απλανές βλεμμα. "Φυσικά". Πήγε να κάνει ένα βήμα, και την αμέσως επόμενη στιγμή έπεσε με το πρόσωπο κάτω, κάνοντας τα πάντα γύρω της να χαθούν σε μία γκρίζα μάζα

Ατέλειωτο ΈργοWhere stories live. Discover now