Πρόλογος

63 9 0
                                    

Ο αέρας παρέσυρνε τα φύλλα στο πέρασμά του ανάμεσα από τα δέντρα, τα οποία ήταν ψηλά και πλατύφυλλα. Αν βρισκόσουν κάτω από αυτό τον πράσινο θόλο, ένιωθες πως βρισκώσουν σε ένα άλλο μέρος, μακριά από όλους και απ' όλα. Και αυτό ήταν που άρεσε πολύ στην Λητώ.

Η Λητώ ήταν σχεδόν όπως όλα τα παιδιά του χωριού. Έπαιζε με τα άλλα κορίτσια, βοήθαγε την μητέρα της στο σπίτι, και όταν έβρισκε χρόνο έτρεχε κρυφά στο σπίτι του δάσκαλου του χωριού, όπου ο γιος του της έδειχνε να γράφει και να διαβάζει.

Η οικογένειά της ήταν μία από τις μεγάλες του χωριού. Ήταν η πέμπτη από τα έξι της αδέλφια, και η τελευταία κόρη, οπότε από την παιδική της ηλικία είχε να φροντίζει τα παιδιά των μεγαλύτερων αδελφών και ξαδελφιών της. Είχαν βέβαια μεγαλώσει, αλλά σχεδόν κάθε χρόνο γεννιόταν ακόμα ένα. Κάποια πέθαιθαν πριν καν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα, αλλά η Λητώ τα είχε κάνει πολλούς χειμώνες πριν. Σωματικά δεν διέφερε πολύ από τις γυναίκες του χωριού. Η λεκάνη της είχε ήδη ανοίξει, και θεωρητικά θα μπορούσε να έχει την δική της οικογένεια. Όμως, όταν μιλούσες μαζί της, σου θύμιζε περισσότερο ένα παιδί γεμάτο περιέργεια παρά μια ώριμη γυναίκα.

Ώρες ώρες της άρεσε να ξεφεύγει από τα πάντα. Τις αγγαρείες που έκανε για την οικογένεια, τις κουτσομπόλες συνομήλικές της και γενικά τους θορύβους του χωριού. Παρά τις προειδοποιήσεις των συγχωριανών για κάθε λογής τέρατα, εκείνη κατέφευγε στο δάσος. Θα προτιμούσε πολύ περισσότερο να ζει κάτω από τα πράσινα κύμματα των φύλλων γράφοντας και διαβάζοντας, παρά να ζει στο χωριό. Όσο πιο εύκολη και να ήταν η επιβίωση μαζί με άλλους, μόνη της θα μπορούσε να βασιστεί μόνο σε ένα δέντρο. Ναι μεν αγάπαγε την οικογένειά της, αλλά για εκείνη η ηρεμία ήταν ένα σπάνιο αγαθό. Και εκείνη την στιγμή το απολάμβανε.

Καθόταν πάνω σε ένα βράχο και διάβαζε, όταν ένα μαύρο πράγμα, που πέταγε σαν σκιά στον αέρα, προσγειώθηκε στο κίτρινο απ τον καιρό βιβλίο.Δοκίμασε να το διώξει, μόνο για να συνειδητοποιήσει πως ήταν στάχτη. Μύρισε τον αέρα, και η μυρωδιά των καμένων ξύλων και αχύρων γέμισε τα ρουθούνια της. Έτρεξε αμέσως προς το χωριό. Ο καπνός κάλυψε τον ουρανό, και ξεθώριασε τον ήλιο, αφήνοντας μια κόκκινη θωλή λάμψη στη θέση του.

Όσο πιο πολύ πλησίαζε τόσο περισσότερα μαύρα και γκρίζα σώματα έρχονταν προς το μέρος της, λες και ήταν ζωντανά πλάσματα που της επιτίθονταν. Κάποια έπεφταν πάνω στα χέρια της καίγοντας την ελαφρά, αλλά εκείνη δεν σταμάτησε. Συνέχισε να τρέχει ακόμα κι όταν ο καπνό της έπνιγε, μέχρι που κατάφερε να βρεθεί πίσω του.

Κοίταξε γύρω της. Ήταν στην άλλοτε πολυσύχναστη πλατεία του χωριού. Τώρα ο μόνος ήχος που ακούγονταν ήταν τα ξύλα που καιγόντουσαν. Τα μόνα παιδιά που έτρεχαν ήταν τα μαύρα και γκρίζα τέκνα των αχύρων και της φωτιάς. Οι μόνες καλλίγραμμες κοπέλες ήταν οι φλόγες, και οι μόνοι δυνατοί άντρες ήταν τα μισοκαμένα δοκάρια, έτοιμα να καταρρέυσουν. Έτρεξε προς στο σπίτι της. Στην διαδρομή δεν είχε βρει κανένα σώμα, έμψυχο ή άψυχο. Μόνο αίμα. Φτάνοντας στο σπίτι της είδε ένα ορθογώνιο γεμάτο στάχτες να σιγοκαίεται. Κανείς δεν ήταν εκεί. Ήταν μόνη.

Το συνολόθρεμμα από γκρίζες και μαύρες στάχτες που αιωρούνταν αποφάσισε να κατεβεί. Σαν σκούρα βροχή έπεσε πάνω της, και την αγκάλιασε. Την έπλυνε και την χρωμάτισε. Έβαψε μαύρο το σώμα της, και γκρίζα τα δάκρυά της. Ο ήλιος δύοντας έλαμψε ακόμη πιο κόκκινος, και εκείνη διέκρινε ένα λαμπαδοφόρο στράτευμα να να απομακρύνεται πίσω από τα βουνά. Ήταν ήδη πολύ μακριά για να το φτάσει, αλλά υπάρχει ακόμα ελπίδα. Κοιμήθηκε εκεί την νύχτα, πάνω από τις στάχτες της ζωής της. Το πρωί τα μαλλιά της ήταν ολόλευκα σαν το χιόνι και μουντά σαν ομίχλη.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, την είδαν κάποιοι γνωστοί να ακολουθεί τα ίχνη των επιδρομέων. Παρόλο που ήταν η μοναδική που είχε μείνει πίσω, ο οπλισμός της τους απονθάρρυνε να την ρωτήσουν τι έγινε. Πέραν του προσώπου της, δεν θυμόντουσαν τίποτα άλλο για αυτή. Η Λητώ βυθίστηκε στην άβυσσο της λήθης, και ένα νέο όνομα άρχισε να ταξιδεύει ελαφρύ σαν φήμη. Σταχτοβαμμένη.

Ατέλειωτο ΈργοWhere stories live. Discover now