Ο αέρας ήταν ζεστός και γεμάτος υγρασία. Η μυρωδιά των ζώων ήταν οριακά ανεκτική, αλλά πολύ καλύτερη από τις υγρές και στερεές ακαθαρσίες του δρόμου. Για την Λητώ η πολυτέλεια ενός ζεστού μέρους για να κοιμηθεί ήταν εξαιρετικά σπάνια. Τόσο σπάνια, που ηταν πρόθυμη να κοιμηθεί ακόμα και με μια γίδα αγκαλιά. Ο νεαρός, που άκουγε στο όνομα Νεοπτόλεμος, προσφέρθηκε να τις φιλοξενήσει στο σπίτι του. Το οποίο ήταν επίσης ένας στάβλος που ενοικίαζε στα αφεντικά του για ένα πενιχρό ποσό. Η Λητώ ποτέ δεν είχε έλλειμμα χρημάτων, καθώς πάρα πολλοί ληστές είχαν την τάση να προσπαθήσουν να την βλάψουν. Ευτυχώς για εκείνη πάντα είχαν μαζί τους λεφτά που έκλεψαν από κανένα έμπορο, και δυστυχώς για τα κεφάλια τους, τράβαγε αρκετά γρήγορα τα όπλα της.
Το μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού ήταν επιπλωμένο με ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, και μια εστία στο κέντρο. Όλα τα υπάρχοντα του Νεοπτόλεμου ήταν απλωμένα σε κάτι ράφια στον τοίχο, εκτός από το κρεβάτι, πάνω στο οποίο η μικρή είχε αποκοιμηθεί. Εκείνη είχε μείνει να την προσέχει, όσο εκείνος έψαχνε έξω για φαγητό. Η Λητώ πρόσεξε δυο μήλα πάνω στο τραπέζι, αλλά πίστευε πως δεν έπρεπε να κλέψει από κάποιον που δεν ήταν νεκρός ή κακούργος. Μπορούσε βέβαια να σκότωνε ένα γίδι, αλλά αυτό της φένηκε να εμπίπτει στην κλοπή.
Το φεγγάρι είχε φτάσει στο απόγειο του όταν η πόρτα επιτέλους άνοιξε. Ο Νεοπτόλεμος μπήκε μέσα, κρατώντας ένα ρούχινο σακούλι στο χέρι. Το άφησε στο τραπέζι, μπροστά στην Λητώ, κι εκείνη έριξε μια ματιά μέσα. Ήταν κυρίως μούρα από το δάσος, πράγμα που εξηγούσε την καθυστέρηση, παρόλο που θα ήταν πολύ πιο απλό το να κλέψει λίγα φρούτα από τα δέντρα που βρισκόντουσαν κοντά στον στάβλο.
Ο Νεοπτόλεμος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. Για λίγο το μόνο που ακουγόταν ήταν τα ροχαλητή από τη μισή διμοιρία γιδιών που ξάπλωνε στο πάτωμα. Μέχρι που ο νεαρός άνοιξε το στόμα του. "Λοιπόν;" Η Λητώ τον κοίταξε περίεργα. "Τι;"
"Άκούγοωνται πολλά για εσένα τις τελευταίες μέρες. Τι γυρεύεις εδώ;". Η Λητώ κράτησε την ψυχραιμία της. Τόσο οι φήμες για εκείνη όσο οι περίεργοι που ρώταγαν για εκείνη την εξόργιζαν."Άκου" άρχισε να μιλά συγκρατημένη "δεν έχω ιδέα τι μαλακίες αραδιάζουνε για εμένα οι αργόσχολοι στις ταβέρνες, αλλά το μόνο από αυτά που ισχύει είναι το χρώμα των μαλλιών μου. Όσο για το τι γυρεύω, ίσως σου πω όταν μου πεις τι έπαθαν οι γονείς σου, και γιατί δεν πήρες την περιουσία τους. Μέχρι τότε καλύτερα να κοιμηθείς." Τα μάτια του Νεοπτόλεμου πέταγαν σπίθες. Μετά από αυτό το χτύπημα κάτω από την ζώνη, ο Νεοπτόλεμος ήταν έτοιμος να αναποδογυρίσει το τραπέζι. Αλλά κράτησε την ψυχραιμία του. Χωρίς να πει κάτι άλλο, σηκώστηκε, πέρασε ανάμεσα από τα γίδια, και κάθισε στα πόδια του κρεβατιού, με τέτοιο τρόπο ώστε η Λητώ να μην μπορεί να τον δει. Εκείνη νιώθοντας χαρά που απέφυγε τις ερωτήσεις, αλλά και τύψεις, ακολούθησε το παράδειγμά του και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Λίγο πριν κλείσουν τα μάτια της ακούστηκε ένα περίεργος ήχος. Έμοιαζε με λυγμό, αλλά θα μπορούσε να είναι κάποιο γίδι. Τον αγνόησε, και παραδώθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Το πρωί βρήκε την μικρή μόνη στον στάβλο. Τα γίδια έλειπαν μαζί με τους δυο προστάτες της. Η μόνη ένδειξη πως δεν την εγκατέλειψαν ήταν το άλογο της Λητώς. Θα μπορούσε να συνηθίσει αυτή τη ζωή, με ένα ζεστό μέρος για να επιστρέφει και δυο ενήλικες να την προσέχουν, αλλά ήξερε πως δεν θα κρατούσε για πάνω από μια νύχτα αυτό. Ούτε εκείνοι μπορούσαν να την φροντίσουν ούτε εκείνη να προσφέρει αντάλλαγμα. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Άφησε με κόπο το κρεβάτι και στάθηκε όρθια.
Έξω από το παράθυρο ο ήλιος έλαμπε. Είχε ήδη ξημερώσει, και η μέρα φαινόταν τέλεια. Βγήκε από την καλύβα και ακολούθησε τον δρόμο που οδηγούσε στην αγορά. Όλο και κάτι μπαγιάτικο θα υπήρχε για να φάει. Μόλις οι πολύχρωμοι πάγκοι ξεπρόβαλαν ανάμεσα από τα κτήρια, ένα απαλό σφύριγμα ακούστηκε. Πριν το καταλάβει, είχε πέσει στα γόνατα, με το ένα πόδι καρφωμένο στο χώμα. Προσπάθησε να σηκωστεί, αλλά ένα δεύτερο βέλος κάρφωσε και το άλλο της πόδι. Από πίσω της ακούστηκαν βήματα, τουλάχιστον πέντε ανδρών. Δύο από αυτούς ήρθαν και στάθηκαν μπροστά της. Εκείνη, τρομαγμένη και ανήμπορη, έμεινε να τους κοιτάζει. Ο ένας έβαλε ένα βέλος στην χορδή του τόξου, και την σημάδεψε. "Μακριά από τις ξένες υποθέσεις μικρή" είπε χαιρέκακα ο άλλος. Το βέλος ελευθερώθηκε και καρφώθηκε στην καρδιά της. Εκείνη έπεσε πίσω, και έφερε τα ασθενικά χέρια της πάνω στο στήθος της, σε μια κίνηση απελπισίας. Οι άνδρες απομακρύνθηκαν γελώντας, αφήνωντάς την πίσω. Η ζωή έφευγε από μέσα της πιο γρήγορα από το αίμα, και εκείνη άρχισε να χαλαρώνει. Ήθελε να κοιμηθεί, αλλά δεν έκλεισε τα μάτια. Τα άφησε ανοικτά και κοίταζε πάνω. Εξ άλλου, ο ήλιος έλαμπε. Και ήταν υπέροχος.
Λοιπόν, όπως καταλάβατε, τα κεφάλαια προς το παρόν δεν θα ανεβαίνουν με σταθερό ρυθμό. Ο χάρτης είναι άσχετος με την ιστορία, αλλά ήθελα να τον βάλω. Σίγουρα θα κάνω έναν για το βιβλίο, μπορεί και περισσότερους. Το πρόγραμμα λέγεται inkarnete, και είναι δωρεάν χωρίς κατέβασμα. Αξίζει να το τσεκάρετε όσοι ενδιαφέρεστε. Κλείνοντας αυτή την σημείωση, θα ήθελα να παρακαλέσω όσους από εσάς θα ήθελαν να συνεχίσω την ιστορία, να μου το δείξουν πατώντας το αστεράκι. Δεν έχω κάτι άλλο να πω, παρά να σας ευχηθώ να έχετε μια καλή μέρα.
YOU ARE READING
Ατέλειωτο Έργο
Historical FictionΗ πρώτη απόπειρα που έκανα στο να γράψω την Σταχτοβαμμένη. Περιέχει spoiler.