Α γ

19 6 0
                                    

Νεκρική σιγή είχε απλωθεί στο χωριό. Το κουδούνισμα των δραχμών διακόπηκε από κλαγγές σπαθιών. Πάνοπλοι μισθοφόροι αλώνιζαν στους δρόμους, κατόπιν εντολής των δυο αρχόντων, και σκότωναν όποιο ήταν έξω, ανεξαιρέτως φύλου και ηλικίας. Οι δίδυμοι είχαν χωριστεί, και περπατάγανε πάνω από νεκρούς, πολίτες και εμπόρους, ψάχνοντας για τα σώματα των δυο ταραξιών. Οι μελανιές δεν είχαν εγκαταλείψει ακόμα τα κεφάλια τους, και η ταπείνωση που τους πρόσφερε απλόχερα η Λητώ ήταν αρκετή για να τυφλώσει και τον πιο συγκρατημένο άντρα.

Η Λητώ και ο Νεοπτόλεμος είχαν παρακολουθήσει από τα βοσκοτόπια τον φόνο της μικρής. Θα μπορούσαν να φύγουν μακριά, αλλά χωρίς προμήθειες θα ήταν σχεδόν αυτοκτονία. Αναγκαστικά έπρεπε να μείνουν. Και αν ήθελαν να κρατήσουν τα κεφάλια τους στις θέσεις τους, θα έπρεπε να κόψουν άλλα. Το πρώτο που έκαναν ήταν να μπουν μέσα στην καλύβα. Οι μισθοφόροι που την φύλαγαν δεν πρόλαβαν καν να ξεσπαθώσουν. Το πάτωμα καλύφθηκε με μια κόκκινη λάσπη, η οποία έκανε κάθε βήμα να ακούγεται σαν να περπατάς σε έλος.

Βγαίνοντας από την καλύβα, συνάντησαν ακόμη δύο μισθοφόρους. Ο Νεοπτόλεμος κτύπησε με την γροθιά του τον πρώτο στον λαιμό, ο οποίος έπεσε κάτω ξερός, αφότου ο λαιμός του ακούστηκε σαν ξεραμμένα φύλα που σπάζουν. Ο δεύτερος βρέθηκε εξ απροόπτου με το ξίφος της Λητώς καρφωμένο στα πλευρά του. Ακόμη και μετά τον θάνατό του, είχε μια έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπό του, ανίκανος να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει. Ευτυχώς για εκείνον, ο βαρκάρης θα είχε αρκετή ώρα για να του εξηγήσει.

Ο Νεοπτόλεμος σήκωσε το σιδερένιο ξίφος από τον μισθοφόρο που κτύπησε, και τον αποτελείωσε με μία κίνηση σχεδόν θεατρική. Παρόλο που η Λητώ πέρασε σχεδόν μια ημέρα μαζί του, ακόμη δεν κατάφερε να τον κατατάξει κάπου. Παραήταν τίμιος και γυμνασμένος για τέκνο των δρόμων, το σώμα του όμως ήταν στολισμένο με ουλές και σκλήθρες που έδειχναν πολύ δύσκολα χρόνια, ακόμη και για δούλο. Παρ' όλα αυτά δεν παρουσίαζε κανένα ξενικό στοιχείο επάνω του, και δεν είχε ούτε την νοοτροπία ενός σκλάβου ούτε ενός ελεύθερου πολίτη. Αντί να φύγει ή να καλέσει βοήθεια, επέμεινε να πάει στην πρώτη γραμμή, λες και δεν είχε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και την λογική του να καλέσει βοήθεια. Η συμπεριφορά του αυτή ήταν ανισόρροπη σε σχέση με τις ηθικές αρχές που επίδειξε την προηγούμενη μέρα. Αλλά για κάποιον περίεργο λόγο, στην Λητώ άρεσε αυτό.

Συνέχισαν την περιπλάνησή τους μέσα στους δρόμους. Είχαν ήδη εξοντώσει 4 μισθοφόρους. Δυστυχώς για αυτούς, ο στρατός των διδύμων ήταν αρκετά μεγαλύτερος. Όταν ο ένας από αυτούς δολοφόνησε τη μικρή κοπέλα, πίσω του, εκτός από τον αδελφό του, υπήρχαν 10 άνδρες. Συνεπώς τα δύο τρίτα των μισθοφόρων αλώνιζαν στο χωριό ψάχνοντάς τους.

Περνώντας μέσα από την αγορά, μια φιγούρα φάνηκε πέρα από τον πτωματοστρωμένο δρόμο. Ήταν άνδρας, ψηλός, με μια μακριά χαίτη που κυμμάτιζε στον αέρα. Κρατούσε δύο δόρατα, εκ των οποίων το ένα ήταν αρκετά μικρό για να το ρίξει. Ο άγνωστος δεν έκανε καμία κίνηση. Έμεινε ακίνητος, και τους κοίταζε σαν αρπακτικό. Δεν πήρε περισσότερο από δύο δευτερόλεπτα στην Λητώ για να συνειδητοποιήσει πως είχαν μόλις βρεθεί στο στόμα του λύκου.

Γύρισε το κορμί της και έφερε τα δυο σπαθιά της σε αμυντική στάση. Δύο μισθοφόροι με κοντά ξίφη τους πλησίαζαν από πίσω. Ήταν πολύ κοντά της, και απροετοίμαστοι για αντεπίθεση. Η Λητώ με μια οριζόντια κίνηση έκοψε το λαρύγγι του ενός.

"Όρμα!"
Η φωνή της Λητώς έσκισε τον αέρα. Δίχως δεύτερη σκέψη, ο Νεοπτόλεμος άρχισε να τρέχει προς τον δορυφόρο. Εκείνος ζύγιασε το ελαφρύ ακόντιο, και σημάδεψε το Νεοπτόλεμο. Πήρε ένα βήμα φόρα και το εκτόξευσε κατά πάνω του. Χωρίς να επιβραδύνει, ο Νεοπτόλεμος απέφυγε το ιπτάμενο αντικείμενο. Ήταν πλέον αρκετά κοντά του για να μπορεί να χρησιμοποιήσει το ξίφος που έκλεψε από τον νεκρό. Τα πόδια το εγκατέλειψαν το έδαφος, καθώς πήδηξε στον αέρα. Έφερε το αριστερό του πόδι πάνω σε ένα πλίνθενο τοίχο, και με μια κλοτσιά έσπρωξε το σώμα του πάνω στον άγνωστο. Σήκωσε το ξίφος, έτοιμος να τον καρφώσει όταν θα προσγειωνόταν. Αλλά δεν τα κατάφερε. Ζωγραφίζοντας ένα τόξο στον αέρα, ο δορυφόρος κτύπησε τον Νεοπτόλεμο στο κεφάλι με το δόρυ του, ρίχνοντάς τον κάτω.

Την ίδια ώρα, η Λητώ αντιμετώπιζε τον εναπωμείνοντα μισθοφόρο. Πασαλειμμένοι και οι δύο με το αίμα του τελευταίου της θύματος, στεκόντουσαν απέναντι κάνοντας μικρά πλάγια βήματα. Η Λητώ είχε δύο όπλα, ενώ εκείνος ένα, αλλά ήταν εμφανέστατα πολύ πιο έμπειρος. Η ψυχραιμία στο πρόσωπό του, παρά την όλη κατάσταση, ήταν κάτι που η Λητώ δεν είχε αποκτήσει, και ούτε θα αποκτούσε σύντομα. Ξαφνικά έκανε ένα βήμα μπροστά, προτείνοντας το ξίφος του στην Λητώ. Εκείνη κινήθηκε προς τα πίσω, αποφεύγοντας το κτύπημα. Με μια γρήγορη κίνηση κλότσησε χώμα προς τα πάνω, εμποδίζοντας την όραση του μισθοφόρου. Εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία αυτή, κινήθηκε πλάγια στοχεύοντας τα πλευρά του εχθρού της. Όμως, ο πιο έμπειρος μαχητής, έχοντας μεγάλη γνώση από βρώμικα κόλπα, προβλέποντας την κίνηση αυτή, ζωγράφισε ένα τόξο οριζόντια με το ξίφος του. Το κτύπημα βρήκε την Λητώ στην κοιλιά, και ήταν αρκετά δυνατό ώστε να την κάνει να κινηθεί προς τα πίσω. Ευτυχώς για εκείνη, ο λινοθώρακας άντεξε το κτύπημα. Ξανασταθήκανε απέναντι, δίχως να μιλάνε. Τα πρόσωπά τους εξέφραζαν απόλυτα τα λόγια που θα έλεγαν. Η Λητώ ήταν αποφασισμένη να τον σκοτώσει, και εκείνος ευχαριστιόταν να παίζει μαζί της.

Ατέλειωτο ΈργοWhere stories live. Discover now