Ιούλιος 1966
Μέσα καλοκαιριού και οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν καυτές σε κάθε γωνιά του Διαφανίου. Παρά την ανυπόφορη ζέστη, οι εργασίες στα χωράφια της Ελένης δεν σταματούσαν ποτέ. Όλοι δούλευαν αγόγγυστα και αδιάκοπα, με αισιοδοξία για μια καλή πρώτη σοδειά. Κυρίως ο Λάμπρος, μετά απ' όσα τραγικά είχαν συμβεί, έβρισκε καταφύγιο σ' αυτήν την ενασχόληση. Το ίδιο με τους υπόλοιπους εργάτες δούλευε τη γη δίπλα στην Ελένη του και όποτε τύχαινε να συναντηθούν οι ματιές τους έπαιρνε δύναμη για να σπείρει και να οργώσει όλα τα στρέμματα μονάχος.
Η Ελένη στάθηκε να πάρει μια ανάσα απ' τη δουλειά και σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό. Ο ήλιος ακριβώς πάνω απ' τα κεφάλια τους, ντάλα μεσημέρι. "'Ώρα για διάλειμμα", σκέφτηκε και τράβηξε προς το μοναδικό δέντρο που τους εξασφάλιζε λίγη σκιά. Στο Λάμπρο δεν είπε κουβέντα, ήξερε πως εκείνος διάλειμμα δεν έκανε ποτέ. Έκατσε να ξαποστάσει και να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της. Λίγα λεπτά μετά, την πλησίασε ο Φανούρης.
"Κυρά μου, έχεις δυο λεπτά που θέλω να σου πω;"
"Τίποτα να μην μου πεις τώρα Φανούρη", του αποκρίθηκε. "Κάτσε πρώτα να πάρεις μια ανάσα και συ, να σε φιλέψω ένα κομμάτι πίτα απ' τα χέρια της Δροσούλας και ό,τι θες μπορεί να περιμένει."
"Γεια στα χεράκια της", είπε ο Φανούρης με την τελευταία μπουκιά. "Λενιώ μου, ήθελα να ξέρεις ότι θα χρειαστεί να λείψω στο τέλος του μήνα κάποιες μέρες."
"Γιατί Φανούρη, τρέχει τίποτα;", ρώτησε κάπως ανήσυχη η Ελένη.
"Παντρεύεται μια ανιψιά της Μερόπης στο Μακρυχώρι και δεν γίνεται να λείψουμε. Δυο μέρες το πολύ, όχι παραπάνω. Έτσι όπως προχωράμε, η πιο πολύ δουλειά θα χει γίνει μέχρι τότε στα κτήματα," πήγε να την καθησυχάσει.
"Αυτά είναι ευχάριστα πράγματα, Φανούρη", του χαμογέλασε η Ελένη. "Να πάτε, να περάσετε καλά και μην σκας για τις δουλειές, Πότε με το καλό;"
"22 του Ιούλη είναι τα στεφανώματα."

ESTÁS LEYENDO
Δυο Γουλιές Κρασί
FanficΚαλοκαίρι του 1966 και μια άκρως σημαδιακή ημερομηνία κινεί τα νήματα για τη συνάντηση δύο ανθρώπων που με μια ειλικρινή συζήτηση αφήνουν πίσω τα παλιά...