κεφαλαιο 4

140 16 6
                                    

Ένας μηνας περασε. Ο Μετιν και η παρέα του δεν την ξαναπειραξαν. Πάντα είχε δίπλα της τον καλύτερο της φίλο να την κρατάει από το χέρι. Δεν την άφησε μόνη ποτέ από εκείνη την μέρα.

Ο Αλη της κρατούσε το χερι και δεν την άφηνε μέχρι να φτάσουν σπίτι της. Εκείνη, σαν να του έλεγε ευχαριστω, τον φιλούσε γλυκά στο μάγουλο. Είχε συνηθίσει και πλέον δεν τον ενοχλούσε. Τωρα που η Δανάη θα σταματουσε το σχολείο για καλοκαίρι τι θα εκανε;

Ήταν τελευταία μέρα. Μόλις είχαν φτάσει στο σπίτι της. Τον αγκάλιασε σφιχτά και χαμογέλασε.
- θα έρχεσαι να παίζουμε; τον ρώτησε
- όπως κάθε χρόνο, απάντησε χαμογελώντας.

Η μικρή χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα. Σταμάτησε. Έμεινε σαστισμένη να βλέπει την μητέρα της, να κάθεται στον καναπέ, στην αγκαλιά ενός αγνώστου άντρα. Γελούσαν και αγκαλιαζονταν σαν να είχαν να βρεθούν καιρό.

Από τον φόβο της, έπεσαν τα βιβλία από τα χέρια της. Ο θόρυβος τάραξε Μαγδαληνή. Μαζεύτηκε και σηκώθηκε από την αγκαλιά του.

Η Δανάη θύμωσε. Άφησε κάτω την τσάντα της και έφυγε τρέχοντας στο δωμάτιο της. Έκλεισε την πόρτα και κάθησε στο κρεβάτι της. Την ακολούθησε και χτύπησε την κλειστή πόρτα. Δεν απαντούσε. Μόνο καθόταν στο κρεβάτι της και έκλαιγε. Δεν πίστευε πως η μητέρα της μπορούσε να βρει άλλον.

Ο άντρας σηκώθηκε, μαζεύτηκε, πήγε έξω από το δωμάτιο της μικρής και αγκάλιασε σφιχτά την Μαγδαληνή.
- Μεγάλωσε πολύ, είπε και χαμογέλασε.
-Έλειπες καιρό. Το παιδί δεν σε θυμάται, είπε με δάκρυα στα μάτια. Κωνσταντή...

Η πόρτα άνοιξε διακόπτοντας την. Η μικρή σκούπισε τα μάτια της και βγήκε έξω . Πλησίασε δειλά.
-Μ-μπαμπά...είπε διστακτικά.
Χαμογέλασε. Είχε καιρό να το ακούσει. Γονάτισε μπροστά της και της έδωσε το χερι του. Δεν ήθελε να την τρομάξει.

Έτρεξε στην αγκαλιά του. Εκλαψε πολυ. Δεν το πίστευε πως ήταν εκεί, πως είχε γυρίσει, πως ήταν καλά. 《Συγγνώμη μπαμπάκα》 έλεγε κλαίγοντας.《Σ-συγγνώμη, δ-δεν θυμώμουν》.

Κράτησε την μικρη του πριγκίπισσα σφιχτά στην αγκαλιά του. Σαν να τους χώριζαν ξανά. Σαν να ήταν η τελευταία φορά που έβλεπαν ο ένας τον άλλο.

Η Μαγδαληνή σκούπισε τα δάκρυα της και χαμογέλασε. Έβλεπε την οικογένεια της ενωμένη μετά από πολύ καιρό.

Η Δανάη γύρισε και την κοίταξε με απορία.
-Μαμα τι κάνατε με τον μπαμπα όταν γύρισα;
Η Μαγδαληνή κοκκινισε.
-Τ-τι είδες;
-Μια αγκαλίτσα, είπε χαμογελώντας
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Κωνσταντής προσπαθούσε να κρατηθεί να μην γελασει. Του έκανε νόημα να σταματήσει.
- θα σου πουμε όταν μεγαλώσεις.
-μα εσυ είπες πως μεγάλωσα, γιατί δεν μου λετε;
-Κάποια πράγματα...τα μαθαίνουμε όταν μεγαλώσουμε και άλλο. Τώρα είσαι μικρούλα.
Κούνησε καταφατικά το κεφαλι της και πήγε να παίξει.

Γελασανε και οι δύο.
-Σου είπα πως καταλαβαίνει. Τυχεροί είμασταν.
-Πανέξυπνη είναι. Μεγάλωσε πολύ, είπε και την αγκαλιάσε.

Η Δανάη γύρισε τρέχοντας στο σαλόνι.
-Μαμα να βγω με τον Αλη;
-Ποιος είναι αυτός ο Αλη; έκανε πειραχτικά ο Κωνσταντής.
-Φίλος μου, είπε
-Ποιανού είναι ο...Φίλος σου;
- Της κυρίας Αζιζε Χανουμ
Η Μαγδαληνή γέλασε
-Κυρία Αζιζε ή Αζιζε Χανουμ σκέτο, την διόρθωσε. Να πας.
-Γιούπι! Φώναξε με χαρά και πήγε έξω τρέχοντας.

Ο Κωνσταντής παραξενευτηκε.
-παίζουν ακόμα με τον μικρό της Αζιζε;
Χαμογέλασε.
- αχώριστα είναι, και πλέον δεν είναι τόσο μικρός. Έφτασε τα έντεκα.
-Και αν κάνει κάτι το κοριτσάκι μας; είπε δήθεν τρομαγμένα.
Γελασανε.
-Σαν αδερφή του την έχει. Να τα δεις πως παίζουν μαζί...

Χαμογέλασε. Ήξερε πως ήταν καλά όσο έλειπε. Την αγκάλιασε σφιχτά και της υποσχέθηκε πως δεν θα την άφηνε ποτέ ξανά μονη. Για κανέναν άλλο πόλεμο. Ευχονταν αυτό να ήταν το τελευταίο που περνούσαν. Όμως η μοίρα ήθελε να τα φέρει αλλιώς...





ΝΕΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΟ! ξέρω άργησα να ανεβάσω και συγνωμη. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είχε κάπως χιουμοριστικό χαρακτήρα. Το χρειαζόμαστε πριν από όσα θα ακολουθήσουν...Αν σας αρεσε μπορείτε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να προτείνετε την ιστορία σε κάποιον φίλο σας. Ελπίζω να μην σας κούρασα.

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang