κεφάλαιο 14

103 12 16
                                    

Ειχαν περασει λιγες μερες από τότε που συναντήθηκαν. Δεν σταμάτησε στιγμή να την σκευτεται. Δεν σταμάτησε να σκευτεται τα γλυκά της μάτια που τον κοιτούσαν ευθεία και περήφανα. Σαν να του έλεγαν πως δεν φοβάται κανέναν.

Φανταζόταν πως την κρατούσε στην αγκαλιά του, φιλούσε τα γλυκά κόκκινα χείλη της και...<<συμαζέψου Αλη, είναι ακόμα μικρή>> έλεγε και ξανάλεγε προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό του αυτές τις σκέψεις.

Η Δανάη από την πλευρά της δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για εκείνη δεν ήταν τίποτα πέρα από παιδικός της φίλος και όχι πρίγκιπας του παραμυθιού. Είχε άλλους στόχους, που ξεπερνούσαν τον έρωτα και ύστερα τον γάμο. Ήθελε να φύγει μακρυά. Να δει νέους κόσμους. Να γνωρίσει αλλιωτικους ανθρώπους. Και ύστερα να γυρίσει στην δική της Ιθάκη, την Πατρίδα της.

Ήταν ένα ήσυχο βράδυ. Ακόμα ένα ήσυχο βράδυ. Όπως κάθε μέρα έπαιρνε τον αδερφούλη της αγκαλιά και του διάβαζε. Και ο Νικόλας με την σειρά του έπαιρνε τα βιβλία και προσπαθούσε να τα τελειώσει μέχρι να αποκοιμηθεί. Πότε δεν τελείωσαν βιβλίο σε ένα βραδυ. Όπως και εκείνο το βράδυ. Ο μικρός κοιμόταν βαθιά στην αγκαλιά της με το βιβλίο στα χέρια. Η μεγάλη του αδερφή προσεκτικά τον άφησε στο κρεβάτι και τον σκέπασε καλα. Σηκώθηκε και στάθηκε στο παράθυρο. Έξω δεν επεφτε φύλλο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα τρεκλισματα από τις άμαξες που περνούσαν έξω από το λιμάνι. Έκλεισε τα μάτια της από την κούραση.

<<Ψιτ Δαναη;>> Ακούστηκε μια φωνή από κάτω. Από την εκπληξη πετάχτηκε και έκανε να κλεισει το παράθυρο. <<Αν το κλείσεις θα ανεβω>> ακούστηκε ξανά η φωνή. <<Φύγε Αλη>> απάντησε. Δεν την υπάκουσε. Πιάστηκε από το περβάζι. Προσπάθησε να πατήσει στον τοίχο. Γλίστρησε και βρέθηκε πεσμένος στο πλακόστρωτο.

Κατέβηκε προσεκτικά από το παράθυρο.
-Σου είπα να μην ανέβεις, αν δε δει κάποιος τι θα κανουμε; Αν έμπαιναν στο δωματιο οι δικοί μου; αν ξυπνούσε ο μικρος; Τι θελεις;
-Να, περνούσα από εδω και είπα να πω ένα γεια, είπε και χαμογέλασε.
-Τέτοια ώρα; Και εδώ; Φύγε!

Δεν πρόλαβε να της απαντήσει. Η πόρτα του δωματίου χτύπησε. Τρομαγμενη η Δανάη προσπάθησε να σκαρφαλώσει στον τοίχο. Το χτυπιμα γινόταν όλο και πιο επίμονο <<Δανάη;>> ακούστηκε η φωνή της μητέρας της. <<Ντύνομαι>> απάντησε χωρίς να δείξει την αγωνία της. Με δυσκολία σκαρφάλωσε και άνοιξε την πόρτα ξεχνώντας το παράθυρο της ανοιχτό.
-Όλα καλά, ρώτησε προσπαθώντας να μην δείξει πως συμβαίνει κάτι.
-Ναι, τον μικρό ήρθα να πάρω να πάω στο δωμάτιο του, απάντησε και χαμογέλασε.
Η Δανάη ανακουφίστηκε. Προσεκτικα πήρε αγκαλιά τον Νικολάκη και τον μετέφερε στο δωματιο του. Τον σκέπασε και επέστρεψε στο δικό της.
- Ξέχασα να σου πω, είπε η Μαγδαληνή, κατάφεραν να αθωόσουν κάποιους.
-Δόξα τω θεώ! Αναφώνησε.
-Ο Στέφανος ανέβηκε στο βουνό και φέρνει νέα.
-Είναι όλοι καλα; Εγινε κάτι; τους βρηκαν;
-Ευτυχώς όχι, όλοι είναι καλά. Κοιμήσου και θα τα πούμε αύριο, πρόσθεσε και την φιλισε στο μαγουλο, καληνύχτα.
-Καληνύχτα μαμα, είπε και ξάπλωσε.

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοDonde viven las historias. Descúbrelo ahora