ΚΕΦ. 4: Έκτακτη ανάγκη

162 4 35
                                    

Θαύμαζε την ονειρεμένη θεά!! Η άγρια ομορφιά των κρητικών βουνών πάντα τη συγκλόνιζε. Είχε δει όλων των λογίων τα δάση. Στον Αποκόρωνα και τα Σφακιά είχε δει τα πιο ψηλά κυπαρίσσια, στη Θρυπτή τα υπέροχα πεύκα, στον κόλπο του Μιραμπέλου τους μοναδικούς αρκεύθους (κέδρους), στα πεδινά της Κεντρικής Κρήτης, κυρίως τις κουμαριές, ενώ στις υγρές περιοχές της Κισάμου αντίκρισε, για πρώτη της φορά,καστανιές, και τέλος, στη Δίκτη και στα Λευκά Όρη τους λεγόμενους πρίνους και τους ασφενδάμους. Το νησί αυτό ήταν ευλογία Θεού! Για εκείνη ήταν εξαιρετικά αναζωογονητικοι οι καθημερινοί της περίπατοι στα δάση και στους λόγους της περιοχής της. Όπως όλες τις άλλες, έτσι και τούτη τη φορά, όλα φαίνονταν ήρεμα. Είχε περπατήσει αρκετή ώρα για να φτάσει τόσο ψηλά, αλλά χαλάλι! Ήταν πανέμορφα όλα γύρω της!

Ξάφνου άκουσε κάποιον να φωνάζει "βοήθεια". Για όνομα του Θεού ποιος μπορεί να είχε βρεθεί εκεί πάνω τέτοια ώρα, και τι στο καλό μπορεί να είχε πάθει; Τάχυνε το βήμα της προς την πλευρά που άκουγε τη φωνή και σύντομα τον είδε. Αυτόν, τον αχωνευτο, τον βλάκα, τον ειρωνα, τον Μαρκετάκη. <<Θεέ μου γιατί μου το κάνεις αυτό, τι σου έχω κάνει;>>. Δύο φορές συνάντηση μ έναν Μαρκετάκη μέσα σε ένα 24ωρο ήταν υπεραρκετές. Όμως καλούσε σε βοήθεια. Γιατί άραγε; Πλησίασε και τότε είδε ένα θέαμα που τις έφερε αναγούλα. Στα πόδια του Μαθιού Μαρκετάκη, κειτόταν ένα πλάσμα, κατά πάσα πιθανότητα σκύλος, που η μία πλευρά του προσώπου ήταν αλλοιωμένη, πολύ χτυπημένη και μέσα στα αίματα. Τότε κατάλαβε τι συνέβαινε. Προφανώς το ζωντανό κάπως είχε τραυματιστεί. Μα εκείνος γιατί δεν έκανε κάτι;;

"Τι το κοιτάς;; Χρειάζεται βοήθεια;;", Του είπα επιθετικά βλέποντας τον πανικοβλημένο να μην ξέρει τι να κάνει.

"Λες να ήξερα τι να κάνω και να καθόμουν να φωνάζω σαν ηλίθιος;;", Της απάντησε ψύχρα.

<<Άχρηστος και ανεύθυνος>>, σκέφτηκε η Βασιλική. Αφού λοιπόν εκείνος ήταν ανίκανος να κάνει κάτι, έπρεπε να κάνει εκείνη. Γονάτισε και κόντρα στην αναγούλα, που την κυρίευε, έπιασε με προσοχή το κεφάλι του σκύλου να εξετάσει την πληγή.

"Νερό έχεις;"τον ρώτησε

Εκείνος έγνεψε καταφατικά, έτρεξε στο μικρό φορτηγάκι του και μέσα σε ένα λεπτό της έφερε ένα μπουκάλι γεμάτο νερό.

"Πετσέτα να υποθέσω δεν υπάρχει έτσι;", τον ξαναρώτησε, όχι γιατί περίμενε θετική απάντηση, απλά για να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη φανταζόταν.

Μαθιός και Βασιλική: Αναπάντεχος έρωταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora