Ο Γιώργης κοιτούσε τα χωράφια του συγκινημένος. Είχε κάνει τόσα όνειρα γι' αυτά τα χωράφια που τελικά πραγματοποιήθηκαν. Ήταν η περιουσία του. Αυτά και οι κόρες του. Έσκυψε και χάιδεψε με ευλάβεια το χώμα που πατούσε. Είχε ένα κακό προαίσθημα εδώ και μέρες. Φοβόταν ότι κάτι θα συνέβαινε και θα αναγκαζόταν να αποχωριστεί βάναυσα τη γη του. Όχι αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ. Θα πάλευε μέχρι τέλους γι' αυτά τα στρέμματα που με τόσο κόπο απέκτησε. Την πονούσε τη γη του όπως τις κόρες του. Θα έμπαινε εμπόδιο σε όποιον προσπαθούσε να τη βλάψει.
Πολλές φορές του έλειπε η παρουσία της κόρης του εκεί. Έφερνε στο μυαλό του τη Λενιώ του να περιποιείται ευλαβικά τη γη και να την αγαπά όπως αυτός. Ήξερε πως δε θα γίνονταν όλα όπως παλιά. Εκείνη πλέον είχε δική της οικογένεια κι ακόμα και μετά τη γέννα πρώτη έγνοια της θα ήταν το παιδί της και όχι η γη. Όμως, η Ελένη ποτέ δε θα μπορούσε να ζήσει μακριά από τη γη. Πάντα θα έβρισκε λίγο χρόνο να αφιερώνει σε αυτό που αγαπά όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες.
Από τις σκέψεις του έβγαλε τον Γιώργη μια σχετικά γνώριμη φιγούρα που πλησίαζε προς το μέρος του. Ο Δούκας Σεβαστός. Μόλις τον αντίκρισε κατάλαβε ότι δεν είχε έρθει για καλό. Η κουβέντα τους θα του έφερνε μπελάδες. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. "Καλησπέρα Γιώργη" είπε ο Δούκας για να σπάσει τον πάγο μεταξύ τους. "Τι γυρεύεις εδώ Σεβαστέ;" τον ρώτησε ο Γιώργης κοιτάζοντάς τον με καχυποψία. "Μια κουβέντα θέλω να κάνουμε." του απάντησε ο Δούκας. "Εμείς οι δύο δεν έχουμε να πούμε τίποτα. Εξαφανίσου". "Μη με αποπαίρνεις χωρίς να ακούσεις αυτό που ήρθα να σου πω Γιώργη". Εκείνος αν και δύσπιστος, τον άφησε να μιλήσει. Ο Δούκας ξεροκατάπιε και ξεκίνησε να μιλάει. "Θέλω να αγοράσω τα χωράφια σου Γιώργη". Ο Γιώργης τον κοιτούσε με απορία. "Ποιος σου είπε ότι τα πουλάω;" του είπε με ένα ειρωνικό ύφος. "Κακώς. Τι να τα κάνεις εσύ τα χωράφια; Δώσ' τα σε μένα για να τα αξιοποιήσω. Μην ανησυχείς θα σε πληρώσω πολύ καλά". Ένα ειρωνικό γέλιο ξέφυγε από τον Γιώργη καθώς άκουγε τον Δούκα να μιλάει. "Τόσο αστεία σου φαίνονται αυτά που σου λέω;" τον ρώτησε εκνευρισμένος. "Όσα και να μου δώσεις Σεβαστέ τα χωράφια δεν πρόκειται να στα δώσω. Κατάλαβέ το και ξεκουμπίσου. Μη σπαταλάς το χρόνο σου άδικα." του απάντησε ο Γιώργης. Ο Δούκας αποφάσισε να μη δώσει συνέχεια, χωρίς ωστόσο να παραδώσει τόσο εύκολα τα όπλα. Υποχώρησε όμως δε θα έχανε τη μάχη.
Ο Γιώργης εκμυστηρεύτηκε στον Φανούρη όσα συνέβησαν με τον Δούκα. Αποφάσισαν από κοινού να μη μιλήσουν σε κανένα για το περιστατικό αυτό, αφού άλλωστε για τους ίδιους είχε ήδη λήξει.
YOU ARE READING
Ζωή
FanfictionΒρισκόμαστε στα τέλη του '56, την περίοδο που ο Λάμπρος μόλις είχε πάρει μετάθεση στη Δράμα , στο χωριό της Θεοδοσίας . Τι θα γινόταν αν δεν προλάβαινε να συμβεί τίποτα μεταξύ τους; Αν ένας από μηχανής Θεός του έδινε και πάλι ζωή; Τη ζωή που στερή...