Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Το χωριό φόρεσε τα γιορτινά του. Σε όλα σπίτια επικρατούσε το ίδιο εύθυμο κλίμα. Η Ελένη και ο Λάμπρος ξύπνησαν αγκαλιά. Τα πρώτα τους Χριστούγεννα μαζί, οικογένεια. Το πρωί όλο το χωριό ήταν στην εκκλησία. Μόλις τελείωσε η λειτουργία η Ελένη και ο Λάμπρος, μαζί με τους δικούς τους, πήγαν στο καφενείο. Αφού απόλαυσαν τον καφέ τους, έφυγαν όλοι μαζί για το σπίτι του Λάμπρου και της Ελένης. Εφόσον ήταν Χριστούγεννα θα έτρωγαν όλοι μαζί το μεσημέρι, σαν μια οικογένεια. Η Ελένη κι οι αδερφές της μαγείρευαν. Ένιωσαν για λίγο όπως παλιά. Όσο κι αν ο Λάμπρος προσπαθούσε να πείσει την Ελένη να μην κουράζεται στην κατάστασή της, εκείνη παραπονιόταν ότι δεν είναι άρρωστη. Ο Γιώργης χαιρόταν βλέποντας τις κόρες του ενωμένες. Τις καμάρωνε. Κι ο Λάμπρος, όσο και να της έλεγε για το καλό της να ξεκουραστεί, χαιρόταν που έβλεπε το χαμόγελο στο πρόσωπό της πιο λαμπερό από ποτέ. Ήταν η δική του ευτυχία.
Μετά τη δύση του ηλίου, η Ελένη κι ο Λάμπρος έμειναν επιτέλους μόνοι τους. Η Ελένη έκανε κάποιες τελευταίες δουλειές, ενώ ο Λάμπρος την χάζευε να κινείται στο σπίτι. Σηκώθηκε από τη θέση του και πήρε από το έπιπλο το ραδιόφωνο. Το σπίτι γέμισε με μια γλυκιά μελωδία. Η Ελένη ακούγοντας τη μουσική γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Εκείνος την πλησίασε και έκλεισε τα χέρια της στα δικά του. Τα φίλησε κι ύστερα έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κουτάκι. Ήταν το δώρο της. Η Ελένη το άνοιξε καθώς κρυσταλλένια δάκρυα είχαν αρχίσει να κυλούν από τα μάτια της. Ήταν ένα χρυσό περιδέραιο στο οποίο κρεμόταν μια μικρή καρδιά. "Είναι πολύ όμορφο. Σ' ευχαριστώ." του είπε συγκινημένη και ακούμπησε τρυφερά τα χείλη της στα δικά του. "Ήταν της μητέρας μου. Μου είχε πει να το δώσω στη γυναίκα που θα μου κλέψει την καρδιά. Είναι δικό σου τώρα." της εξήγησε και σκούπισε με τα δάχτυλά του τα δάκρυα που κυλούσαν στο μάγουλό της. Έβγαλε το κόσμημα από το κουτάκι και της το φόρεσε. "Είσαι πανέμορφη." της είπε κάνοντάς τη να κοκκινήσει ελαφρώς. Στη συνέχεια την τράβηξε από το χέρι και την παρέσυρε σε έναν χορό. Ο χορός της αγάπης τους. Η Ελένη έγειρε στο κορμί του άντρα της καθώς τα σώματά τους κινούνταν στον ρυθμό της μουσικής. Ξαφνικά η Ελένη πάγωσε στη θέση της. Ο Λάμπρος τρόμαξε για μια στιγμή βλέποντας το βλέμμα της χαμένο στο κενό. Πήρε το χέρι του και το ακούμπησε πάνω στην κοιλιά της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το χαμόγελο απλώθηκε πιο φωτεινό από ποτέ στα πρόσωπά τους. Ένιωσαν για πρώτη φορά το παιδί τους. Αυτή η πρωτόγνωρη αίσθηση έκανε και τους δύο να κλαίνε από χαρά. "Το παιδί μας" ψιθύρισε ο Λάμπρος, "Είναι καλά". Έσκυψε και γέμισε φιλιά την κοιλιά της γυναίκας του που μέσα της φυλούσε τον καρπό της αγάπης τους. Αυτής της μοναδικής αγάπης.
YOU ARE READING
Ζωή
FanfictionΒρισκόμαστε στα τέλη του '56, την περίοδο που ο Λάμπρος μόλις είχε πάρει μετάθεση στη Δράμα , στο χωριό της Θεοδοσίας . Τι θα γινόταν αν δεν προλάβαινε να συμβεί τίποτα μεταξύ τους; Αν ένας από μηχανής Θεός του έδινε και πάλι ζωή; Τη ζωή που στερή...