Ο ήλιος άπλωσε τις ακτίνες του στο Διαφάνι σημαίνοντας την έναρξη μιας καινούριας ημέρας. Η ατμόσφαιρα στο χωριό φαινόταν διαφορετική, ωστόσο τίποτα δε φάνταζε δυνατό να αλλάξει τη διάθεση των κατοίκων. Ήταν επηρεασμένοι από τον ζεστό και καλοκαιρινό καιρό. Το τελευταίο διάστημα οι ζωές τους είχαν ηρεμήσει αρκετά, αφού είχαν σταματήσει οι ίντριγκες και οι διαφωνίες.
Ο Λάμπρος ξύπνησε πρώτος. Η Ελένη κοιμόταν γαλήνια στην αγκαλιά του. Χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο της με τα άκρα των δακτύλων του, φοβούμενος μήπως διακόψει τον γαλήνιο ύπνο της. Το άρωμα της του τρυπούσε τα πνευμόνια. Έχωσε τη μύτη του στα μαλλιά της και εισέπνευσε τη μυρωδιά της. Εκείνη αναδεύτηκε στην αγκαλιά του. Άνοιξε δειλά τα μάτια της και με θολή όραση αναζήτησε τα μάτια του. "Καλημέρα" ψέλλισε κάπως νυσταγμένα. Εκείνος της χαμογέλασε γλυκά και πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της για να τη φιλήσει. Ακούμπησε τα χείλη της ήρεμα, τρυφερά, λες και θα έσπαγε με κάποια απότομη κίνηση. Η γεύση του φιλιού του ξύπνησε όλες τις αισθήσεις της κι αμέσως παρασύρθηκε απ' την αγάπη της για εκείνον. Τύλιξε τα χέρια της στο σώμα του και τον τράβηξε επιτακτικά πάνω της. Ο Λάμπρος γέλασε ξαφνιασμένος πάνω στο φιλί τους και την άφησε να τον παρασύρει μαζί της σ' αυτό το όμορφο ταξίδι.
Η κάμαρη πλημμύρισε από τον πιο γλυκό ήχο. Η Ευγενία που μόλις είχε ξυπνήσει έκανε αισθητή την παρουσία της στους γονείς της, που πετάχτηκαν αμέσως από το κρεβάτι μόλις άκουσαν το κλάμα της. Η Ελένη την πήρε στην αγκαλιά της κι εκείνη αμέσως ηρέμησε. Ο Λάμπρος κι η Ελένη κοιτάχτηκαν και ξέσπασαν κι οι δυο σε γέλια. "Μάλλον κάποια ήθελε να μας κάνει χαλάστρα" αστειεύτηκε ο Λάμπρος και φίλησε το κεφαλάκι της κόρης του. Η Ελένη κατέβασε την μια τριάντα από το νυχτικό της και ελευθέρωσε το στήθος της για να τη θηλάσει. Ο Λάμπρος κοιτούσε σα μαγεμένος αυτή την όμορφη εικόνα κι ένιωθε ευλογημένος γι' αυτές τις μοναδικές στιγμές που ζούσαν όλοι μαζί. Είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν την οικογένεια που ονειρεύονταν από μικροί.
Μια δυνατή βροχή ξέσπασε ξαφνικά στο χωριό. Οι δρόμοι και τα στενά πλημμύρισαν και οι κάτοικοι εγκλωβίστηκαν στα σπίτια τους.
Αυτό το γεγονός χαροποίησε τον Λάμπρο που έψαχνε αφορμή για να περάσει τη μέρα μαζί με τη γυναίκα και την κόρη του. Απολάμβαναν αγκαλιασμένοι δίπλα στη φωτιά τον ήχο της βροχής που ηχούσε δυνατά. "Σήμερα η τύχη είναι με το μέρος μου" ψιθύρισε ο Λάμπρος στην Ελένη που είχε κουρνιάσει στο σώμα του. "Δε χρειάστηκε να σας αποχωριστώ. Κάθε φορά που φεύγω από το σπίτι κι αυτές οι λίγες ώρες μακριά σας μου φαίνονται αιώνας". Η Ελένη απομακρύνθηκε ελάχιστα από την αγκαλιά του και τον κοίταξε. "Τότε..." ξεκίνησε να του λέει με ένα ναζιάρικο ύφος. "Πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτή τη μέρα που μας χάρισε ο Θεός" είπε και τα χέρια της κινήθηκαν στο πουκάμισο του κι άρχισε να του ξεκουμπώνει ένα ένα τα κουμπιά. Ένα ξαφνιασμένο γέλιο ξέφυγε από τι στόμα του και τα χείλη του πλησίασαν τα δικά της. Τα ένωσε αμέσως ορμητικά και ξάπλωσε απότομα το κορμί της στον καναπέ.
Ο Γιώργης έβαλε άλλο ένα ξύλο στο τζάκι για να διατηρήσει ζεστό το σπίτι. Η Ασημίνα κι η Δρόσω κεντούσαν πιο δίπλα. Η βροχή δυνάμωνε. Το βλέμμα του Γιώργη ήταν χαμένο στη φωτιά. Κοιτούσε τις φλόγες που χόρευαν και το μυαλό του ταξίδευε. Η ξαφνική βροχή μετά από τόσο ζεστές μέρες του είχε δημιουργήσει ένα κακό προαίσθημα πως κάτι θα συμβεί. Όπως είχε γίνει και τότε με την Βαλεντίνη. Το ένστικτο του τον είχε προειδοποίηση και τότε.
Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα όλη τη μέρα κι αυτό έγινε αντιληπτό από τα κορίτσια. Κατάλαβαν ότι κάτι απασχολούσε τον πατέρα τους. Προσπάθησαν να του μιλήσουν, όμως εκείνος κάθε φορά που τον ρωτούσαν αν είναι καλά τις καθησύχαζε λέγοντας τους ότι απλώς δεν κοιμήθηκα καλά, μέχρι που εκείνες αποφάσισαν να σταματήσουν να τον πιέζουν. "Αν έχει κάτι θα μας το πει ο ίδιος" είπε η Ασημίνα στη Δρόσω κι εκείνη συμφώνησε με την αδερφή της.
Το ίδιο κακό προαίσθημα βασάνιζε και τον Μιλτιάδη από το πρωί. Κοιτούσε από το παράθυρο της κάμαρής του τη βροχή να πέφτει άτσαλα και να πλημμυρίζει τους δρόμους κι ένιωθε έναν κόμπο στο στήθος του. "Κάτι κακό θα συμβεί" ψέλλισε ανήσυχος, καθώς ο νους του ταξίδευε στην ημέρα που έχασε τη Βαλεντίνη. Σπάνια άφηνε τον εαυτό του να τη σκέφτεται μετά από όλα όσα είχαν συμβεί με τον Γιώργη, ειδικότερα μετά από τη συμφιλίωση τους για το καλό των παιδιών τους. Όμως τη συγκεκριμένη μέρη δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Ξεφύσηξε αγχωμένος. Ο Γιάννος εισέβαλε στην κάμαρη τρομαγμένος από τους κεραυνούς. "Τι έπαθες αγόρι μου;" ρώτησε τρομοκρατημένος ο Μιλτιάδης. "Ποτέ θα σταματήσει επιτέλους η βροχή πατέρα; Με τρομάζουν οι κεραυνοί" παραπονέθηκε. Ο Μιλτιάδης τον πλησίασε και τον έκλεισε προστατευτικά στην αγκαλιά του. "Μην ανησυχείς αγόρι μου. Εγώ είμαι εδώ να σε προσέχω. Δε θα αφήσω να πάθεις τίποτα." τον καθησύχασε κι άφησε ένα φιλί στο μέτωπο του.
Κι όντως αυτή βροχή που τρόμαξε τους πάντες προμήνυε ένα άσχημο γεγονός που σύντομα θα συγκλόνιζε όλο το χωριό.
YOU ARE READING
Ζωή
FanfictionΒρισκόμαστε στα τέλη του '56, την περίοδο που ο Λάμπρος μόλις είχε πάρει μετάθεση στη Δράμα , στο χωριό της Θεοδοσίας . Τι θα γινόταν αν δεν προλάβαινε να συμβεί τίποτα μεταξύ τους; Αν ένας από μηχανής Θεός του έδινε και πάλι ζωή; Τη ζωή που στερή...