Κεφάλαιο 13

556 16 4
                                    

Κάποια αποσπάσματα αυτού του κεφαλαίου γράφτηκαν με τη βοήθεια της @Elina_dil.


Οι μέρες κυλούσαν αρμονικά στο Διαφάνι. Η Ελένη διένυε την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής της. Ο Λάμπρος ήταν αρκετά προστατευτικός μαζί της, αλλά και υποστηρικτικός. Τη βοηθούσε με τις δουλειές του σπιτιού και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μην κουράζεται. Η Ελένη ένιωθε ευγνώμων που τον είχε στη ζωή της. Τον θεωρούσε μοναδικό. Τα προβλήματα για ένα διάστημα έμειναν μακριά τους. Μόνο ηρεμία και χαρά υπήρχε στο σπιτικό τους. Τίποτα δεν τους εμπόδιζε από το να χαρούν κάθε στιγμή της καθημερινότητάς τους. Μια καθημερινότητα που λησμονούσαν τόσα χρόνια. Όλα τους τα όνειρα σιγά σιγά πραγματοποιούνταν. Ο Λάμπρος είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. 


Η Ελένη ήταν τριών μηνών. Είχε σταματήσει τις εργασίες στα χωράφια και περιοριζόταν μόνο στις δουλειές του σπιτιού. Αν και της έλειπε η παλιά της καθημερινότητα δεν παραπονιόταν. Μεγάλωνε μέσα της το μεγαλύτερο δώρο που της είχε χαρίσει η ζωή. Άξιζε κάθε θυσία αυτό το πλασματάκι. Συχνά έκανε άσχημες σκέψεις. Φοβόταν. Ήξερε ότι πολλές εγκυμοσύνες είχαν καταλήξει άδοξα κι η ανησυχία φώλιαζε μέσα της. Όμως, έχοντας δίπλα της τον Λάμπρο, να την στηρίζει και να την καθησυχάζει πως όλα θα πάνε καλά, ξεχνούσε τα πάντα. Αυτός ο άντρας έβρισκε πάντα έναν τρόπο να την ηρεμεί. Μ' ένα του βλέμμα, μ' ένα του φιλί πάντα γαλήνευε η ψυχή της. Η αγάπη της για εκείνον δυνάμωνε όσο περνούσε ο καιρός. Έβλεπε στο πρόσωπό του τον άντρα της ζωής της. Τον πιο ιδανικό.


Εκείνο το μεσημέρι η Ελένη περίμενε με ανυπομονησία τον Λάμπρο να γυρίσει από το σχολείο. Αν και είχε να τον δει μονάχα λίγες ώρες, τη συγκεκριμένη μέρα ένιωθε να της λείπει αφόρητα. Μόλις τον είδε να ξεπροβάλλει από την πόρτα, έτρεξε στην αγκαλιά του και κόλλησε το σώμα της στο δικό του. Ο Λάμπρος την ανασήκωσε κι εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Τον φίλησε με πάθος κι ύστερα τον κοίταξε με ένα θερμό βλέμμα που πετούσε σπίθες. "Τι έπαθες κορίτσι μου;" τη ρώτησε ο Λάμπρος έκπληκτος από την κίνησή της, μ' ένα ελαφρύ γέλιο να βγαίνει απ' τον λαιμό του. "Μου έλειψες. Πολύ." του είπε και αναζήτησε ξανά τα χείλη του. Ο Λάμπρος τη φίλησε με την ίδια θέρμη που τον φιλούσε κι εκείνη. Απομάκρυναν για μια στιγμή τα χείλη τους και κοιτάχτηκαν. Τα βλέμματά τους συνεννοήθηκαν. Ήθελαν το ίδιο πράγμα εκείνη τη στιγμή. Ήθελαν να ενώσουν το σώμα τους και την ψυχή τους. 

ΖωήDonde viven las historias. Descúbrelo ahora