Κεφάλαιο 17

547 13 0
                                    

Εκείνο το πρωινό ήταν διαφορετικό απ' όλα τα άλλα. Ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα. Μια δυνατή βροχή είχε στοιχειώσει το χωριό. Ο Λάμπρος ετοίμαζε το πρωινό τους και η Ελένη άλλαζε στην κάμαρη. Στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη και κοίταξε το είδωλό της. Τα μάτια της έπεσαν πάνω στην κοιλιά της. Η εγκυμοσύνη της είχε αρχίσει να φαίνεται. Το μωρό τους μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και έκανε αισθητή την παρουσία του. Ακούμπησε δειλά το χέρι της στην κοιλιά της. Έκλεισε τα μάτια και ανέπνευσε βαθιά. Ένιωθε πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της και τίποτα δεν μπορούσε να το σβήσει. Ο Λάμπρος μπήκε μέσα στην κάμαρη. Βλέποντάς την, στάθηκε πίσω της, πέρασε τα χέρια του γύρω της και ενώθηκαν με τα δικά της πάνω στην ελαφρώς φουσκωμένη κοιλίτσα της. Χαμογέλασε κι εκείνος. Άφησε ένα φιλί στον ώμο της και χωρίς να πουν κουβέντα, πήγαν στην κουζίνα. Οι λέξεις υστερούσαν εκείνη τη στιγμή. Τα είχαν πει όλα με τα μάτια. Η βροχή έξω ερχόταν σε αντίθεση με τη διάθεσή τους εκείνη την ημέρα. Στο σπίτι τους είχαν απλωθεί οι ακτίνες του ήλιου. Το φως τους πλημμύριζε τις καρδιές τους.

Ήταν Κυριακή και ο Λάμπρος δεν είχε σχολείο. Το γεγονός αυτό τον χαροποιούσε γιατί είχε την ευκαιρία να μείνει μαζί με τη γυναίκα του μια τόσο κρύα μέρα. Η Ελένη καθόταν στον καναπέ. Ένιωσε ξαφνικά το κρύο να διαπερνά το κορμί της. Τύλιξε σφιχτά το σάλι γύρω από το σώμα της. Ο Λάμπρος έριξε ένα ξύλο στη φωτιά και κάθισε δίπλα της. "Κρυώνεις κορίτσι μου;" τη ρώτησε κι εκείνη του ένευσε καταφατικά. Πέρασε τα χέρια του γύρω από το κορμί της και την έκλεισε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να ζεστάνει το σώμα της. Η Ελένη ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και άκουγε την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά. "Μείνε εδώ" της είπε, "Μείνε μέχρι να σταματήσεις να κρυώνεις". Η Ελένη απομακρύνθηκε ελάχιστα από την αγκαλιά του και τον κοίταξε στα μάτια. "Ποτέ δεν κρυώνω όταν είμαι στην αγκαλιά σου. Είσαι η ζεστασιά μου." του απάντησε και τα χείλη της ακούμπησαν τα δικά του. Παρασύρθηκαν σε ένα φιλί που ξεχείλιζε από συναίσθημα. Πάθος, έρωτας, ευτυχία. Όλα υπήρχαν σε εκείνο το φιλί.

Τα χέρια της Ελένης κατευθύνθηκαν στους ώμους της. Κατέβασε με αργές κινήσεις το σάλι της και αναζήτησε ξανά τα χείλη του. Ο Λάμπρος χάιδεψε το μάγουλό της. Ένιωθε το δέρμα της να καίγεται όπου την άγγιζε. Απομάκρυνε από το πρόσωπό της κάποιες ατίθασες τούφες των μαλλιών της που έπεφταν στα μάτια της και τον εμπόδιζαν να απολαύσει το όμορφο πρόσωπό της. Την πλησίασε και γέμισε φιλιά τον λαιμό της. Ξεκούμπωσε βιαστικά το φόρεμά της και της το αφαίρεσε. Τα χέρια της Ελένης κινήθηκαν προς το πουκάμισό του και του το ξεκούμπωσε με γρήγορες κινήσεις. Τράβηξε το ύφασμα από το σώμα του κι ύστερα τον ελευθέρωσε από τη φανέλα του. Έμειναν για λίγα λεπτά να κοιτάζονται.

ΖωήWhere stories live. Discover now