"ΜΙΑ ΜΑΤΙΆ"

51 5 0
                                    

Σήκωσα το τηλέφωνο «Παρακαλώ»

«Γειά σου Αντιγόνη μου πως είσαι;»

«Καλά μαμά τι να έχει αλλάξει από το πρωί που μιλήσαμε;»

«Πολλά μπορούν να γίνουν»

«Πάντα αισιόδοξη»

«Που είναι ο αδερφός σου. Τον περνώ και δεν απαντάει»

«Μάλλον επειδή είναι η τέταρτη φορά σήμερα»
«Τρίτη"

«Λάθος μου» ειρωνεύτηκα και γέλασε

«Καλά δεν θα ξαναπάρω… σήμερα» είπε και στριφογύρισα τα ματιά μου. Από τότε που πήγε στη Θεσσαλονίκη αντί να ξεκουράσει το μυαλό της η σκέψη της όλο γυρίζει σε μας. Την καταλαβαίνω αλλά πλέον δεν είμαστε μωρά και αυτή χρειάζεται χρόνο να ανακτήσει όλα αυτά που έχασε… όλα αυτά που της στέρησε ο Χρήστος.
Όταν άκουσα τον χτύπο του τηλέφωνου πίστευα πως ήταν ο Κώστας. Είχε περάσει μια ώρα που ήμουν στο ντουζ . Ακόμα δεν σχόλασε; Μόλις τερμάτισα την κλήση με την μητέρα μου τσέκαρα τα μηνύματα μήπως είχε απαντήσει. Τζίφος. Υπομονή λοιπόν κάποια στιγμή θα σχόλασει. Άφησα το κινητό μου στο γραφείο και ετοιμάστηκα.
«Δεν έχει τίποτα να φάμε; Πεινάω» είπα μπαίνοντας στην κουζίνα όπου βρισκόταν ο Νίκος

«Όχι ακόμα. Λέω να φτιάξω σπανάκι με κοτόπουλο. Πως σου ακούγεται;»

«Πρότυπο. Με αρέσει» απάντησα και έπιασα τα μαλλιά μου έναν ψηλό κότσο

«Ωραία βοηθά»

«Δεν μπορείς να το φτιάξεις μόνο σου είμαι πτώμα»

«Αντιγόνη με δουλεύεις. Δεν έχεις κάνει τίποτα όλη την ημέρα»

«Πήγα σχολή»

«Και κουραστικές πολύ μωρέ»

«Ακριβώς» είπα και έπιασα το μπουκάλι με το νερό από δίπλα του

«Πηγές και για καφέ έμαθα» είπε χωρίς να με κοιτάει αφού είχε την προσοχή του στην εκτέλεση του φαγητού.

«Με τον νεκροθάφτη. Έπεσε πάνω στον Άρη και νομίζει πως έχει ελπίδες»

«Καμία όμως» είπε γελώντας

«Έπρεπε να δεις την Έμπα μόλις μας το είπε»

«Την φαντάζομαι και ο Άρης έτσι ήταν προχτές μόλις είπε για τον Παναγιώτη»

«Το πάνε σοβαρά με αυτόν από ότι λέει»

«Έμμα και σοβαρά είναι δύο λέξεις που δεν πάνε μαζί»

«Μην είσαι κακός απλά περιμένει τον κατάλληλο»

«Εγώ πιστεύω πως τον έχει βρει αλλά ο εγωισμός της είναι μεγαλύτερος από αυτήν. Έλα τώρα βοηθά να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα αφού πείνας» είπε και έπειτα άρχισε να μου δίνει οδηγίες για το τι πρέπει να κάνω.


Άγιος Δημήτριος 2022
Η ώρα ήταν 7:30 το απόγευμα. Βρισκόμουν έξω από το σπίτι της Εμάς για να πάμε σε αυτό το μασκέ πάρτι που διοργάνωνε το Novak. Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε η αδερφή της Έμμας η Μαρία.

«Πάνω στην ώρα. Την κουβέντα σου είχαμε» είπε καθώς άνοιγε την πόρτα και κατευθυνθήκαμε στο υπνοδωμάτιο

«Τι λέγατε;»

«Που είσαι»

«Αα είπα να αργήσω λίγο αφού ήταν εδώ ο Παναγιώτης»

«Μεταξύ μας δεν τον χωνεύω και πολύ» ψιθύρισε και καθίσαμε στο κρεβάτι

«Αα ήρθες επιτέλους» ακούστηκε η φωνή της Έμμας που έμπαινε στο δωμάτιο κρατώντας δυο κρεμάστρες με δυο μπλε σκούρα φορέματα. Συμφώνησα και πήγε μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη αναλύοντας τα δύο φορέματα πάνω της.

«Δεν μπορώ να αποφασίσω. Εσείς τι λέτε;» ρώτησε και γύρισε να μας κοιτάξει

«Τι θα ντυθείς καταρχάς; «ρώτησε η Μαρία
«Μπατσίνα»

«Πολύ basic» της απάντησε

«Εμένα αυτό μ ‘αρέσει. Αντιγόνη τι λες;»

«Το δεξί ταιριάζει πιο πολύ με τα αξεσουάρ σου»

«Αυτό λέω και γω» είπε και έστριψε το βλέμμα της στον καθρέφτη ξανά

«Εσύ τι θα βάλεις;»  ρώτησε χωρίς να με κοιτάξει
«Έτοιμη είμαι»

«Τι εννοείς; Έτσι θα έρθεις;» γύρισε να με κοιτάξει και ανεβοκατέβασε το δείχτη της

«Γιατί τι έχουν;»

«Είναι πάρτι μασκέ αγάπη μου και επίσης δεν θα σε αφήσω να πας με το μπλουζάκι και το τζιν να γίνουμε ρεζίλι»

«Να σου θυμίσω εσύ με έπρηξες να τα πάρω»

«Ναι. Για να τα φορέσεις για καφέ όχι για  club». Είπε και πήγε στην ντουλάπα ψάχνοντας ανάμεσα στα δεκάδες κρεμασμένα ρούχα. «Πάρε αυτό» είπε και μου πέταξε ένα άσπρο μίνι φόρεμα «Θα ντυθείς αγγελάκι»

«Πιο πολύ για στολή στριπτιτζους μου κάνει»

«Είπες τίποτα για το επάγγελμα μου Μαρία;»

«Ποτέ το έκανες και επάγγελμα;»

«Είμαι πολύ κοντά»

«Άμα δεν σε σφάξει ο Σπυρόπουλος»

«Ο πατέρας να ασχολείται με την δική του ζωή. Λοιπόν τώρα εσύ σήκω και ντύσου και έλα να σε σουλουπώσω λίγο» αναφέρθηκε σε μένα

«Μα…» δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρόταση μου
«Πήγαινε είπα. Βασικά πηγαίντε και οι δύο δεν θα προλάβουμε»

«Δεν πάμε σε γάμο μια χαρά προλαβαίνουμε» της απάντησε η Μαρία

«Άντε σηκωθείτε» λέει τραβώντας μας από το κρεβάτι

«Καλά ντε θα φύγουμε πως κάνεις έτσι»

«Τώρα άντε»

«Έλα ρε Αντιγόνη πάμε γιατί η αδερφή μου είναι τρελή» είπε και γέλασα. Βγήκαμε από το δωμάτιο και εγώ μπήκα στο μπάνιο για να βάλω το υποτιθέμενο φόρεμα που μου είχε δώσει η Έμμα. Δεν ήταν άσχημο απλά πιο κοντό από τι θα έπρεπε. Η τιράντες του ήταν λεπτές και εφάρμοζέ τέλεια πάνω στο σώμα μου, έφτανε λίγα εκατοστά κάτω από τους γλουτούς μου αλλά ήταν αρκετά άνετο ευτυχώς δεν ήταν επίφοβο μην σηκωθεί εύκολα ή φανεί κάτι. Το φόρεσα μαζί με τα άσπρα φτερά με τις ασημένιες λεπτομέρειες που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και μπήκα στο δωμάτιο της Έμμας.

«Ευχαριστημένη τώρα;» είπα και κάθισα στην καρέκλα

«Ναι πολύ καλύτερα. Για πες εγώ πως είμαι»

«Κούκλα είσαι» απάντησε η Μαρία από πίσω μου

«Παναγία μου τι ντύθηκες;» είπε σοκαρισμένη η Έμμα

«Hipster"

«Γαμάτο είναι. Τουλάχιστον εσύ φοράς παντελόνι»

«Σκάσε εσύ» μου απάντησε και χτύπησε το μπράτσο μου.

«Έλα να μας βάψεις να τελειώνουμε» είπε η Μαρία και κάθισε δίπλα μου.

Η ώρα πέρασε και αφού πλέον είχαμε ετοιμαστεί και κολυμπήσει μέσα στο glitter που μας είχε βάλει η Έμμα μπήκαμε στο mini Copper μου και κατευθυνθήκαμε προς το μπαρ.

Ομόνοια 2022
Η κίνηση ήταν αφόρητη και με δυσκολία βρήκαμε να παρκάρουμε τέσσερα στενά μακριά από το μπαρ.

«Σοβαρά τώρα πρέπει να περπατήσουμε όλο αυτό;» γκρίνιαζέ η Μαρία

«Ναι»

«Εσύ φοράς και φλατ εγώ με τις τακουναρες τι να πω» της απάντησα

«Έλα έλα σταματήστε τη γκρίνια και σκεφτείτε τι γαμάτα που θα περάσουμε»

«Μμ, ναι με τον Παναγιώτη και τον Αχιλλέα υπέροχα» είπε η Μαρία

«Γιατί σε πήραμε μαζί;» είπε ενοχλημένη η Έμπα και άνοιξε την πόρτα του μπαρ.

Εισήλθαμε στο μπαρ και το πλήθος ήταν τρελαμένο ενώ οι νέον φωτισμοί του μαγαζιού έπεφταν ρυθμικά πάνω στις διαφορετικές στολές τους. Η μουσική καθοδηγούσε τον φωτισμό δημιουργώντας ένα ξέφρενο κλίμα και σε συνδυασμό με το αλκοόλ ο κόσμος φαίνεται να ξέχασε πως υπήρχε ζωή έξω από αυτούς τους τείχους. Όλοι χόρευαν και ξεσάλωναν υποδύοντας κάποιον άλλο ή κάποιον κρυμμένο χαρακτήρα του εαυτού τους. Ήξερα από την πρώτη στιγμή πως η σημερινή βραδιά αναλογούσε σε κάποια άλλη Αντιγόνη. Κάποια η οποία δεν θα τρέχει από τις σκιές, κάποια που θα ζούσε τη στιγμή αγνοώντας τις αυριανές συνέπειες. Ναι αυτή την Αντιγόνη ψάχνω και αυτή είμαι σήμερα…. Κατευθυνθήκαμε αρχικά προς το μπαρ πριν εντοπίσουμε την παρέα που μας περίμενε. Η Έμμα κάθισε σε ένα ψηλό σκαμπό στερεώνοντας τα σταυρωμένα χέρια της στο πάγκο και εγώ τη μιμήθηκα ενώ η Μαρία πήγε να βρει τον Παναγιώτη.

«Είσαι σίγουρη πως θες να πιείς;» ρώτησα ανησυχητικά την Έμμα

«Είμαι σίγουρη πως σήμερα δεν με νοιάζει τίποτα» είπε με περηφάνεια αν και ήμουν αβέβαιη για το τι θα ακολουθήσει έπειτα από αυτή της την απόφαση γέλασα μαζί της και έκανα νόημα στον μπάρμαν να έρθει για την παραγγελία μας.
Γύρισε το βλέμμα του για να με κοιτάξει και μέσα στον χαμό από τον φωτισμό δεν μπορούσα να διακρίνω πολλά από τα χαρακτηριστικά του.

«Τι θα πάρετε;» ρώτησε μόλις έφτασε μπροστά μας. Η μουσική σταμάτησε, ένιωθα σαν να πάγωσε ο χρόνος μόλις έπεσε το βλέμμα μου στα πράσινα μάτια του ενώ ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα μου. Ήταν σαν βλέπω μπροστά μου έναν πεσμένο άγγελο που είχε σκοπό να παρασύρει μαζί του όποιον άλλον επιθυμούσε. Γύρισε να με κοιτάξει και η ματιές μας κλείδωσαν για μερικά δευτερόλεπτα. Το πράσινο των ματιών του φώτιζε το πρόσωπο του ενώ τα σκούρα κάστανα μαλλιά του τελείως αντίθετα, μαύρισαν την αύρα του. Ήταν μεταμφιεσμένος Αβάδων πεσμένος άγγελος.

«Δυο Bacardi με lime» του απάντησε η Έμμα κάνοντας με να τιναχτώ ελάχιστα και να γυρίσω το βλέμμα μου αλλού

«Αμέσως» είπε και απομακρύνθηκε

«Ωραίος αυτός εε;» είπε κοιτάζοντας με με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα

«Κάλος είναι»

«Μόνο καλός; Εσύ τον έγδυσες με τα μάτια σου»

«Απλά τον κοίταξα» είπα προσπαθώντας να φανώ αδιάφορη αν και είχε πάνω κάτω δίκαιο σε αυτά που έλεγε

«Ναι αλλά πως τον κοίταξες είναι το θέμα»

«Πως τον κοίταξα δηλαδή;» γύρισα το σώμα μου προς το μέρος της

«Σαν να ήθελες να πηδήξεις πάνω του και να φασωθείς μαζί του μέχρι να μην μπορείς άλλο να αναπνεύσεις»

Δεν είναι κακή ιδέα. Όχι καθόλου κακή

«Ό,τι πεις» γέλασα

«Ορίστε» άκουσα την φωνή του Αβάδων αγγέλου και το στομάχι μου σφίχτηκε
Του χαμογέλασα και πήρα το ποτό μου σηκώνοντας από το σκαμπό. Ένιωθα να φλέγομαι στη ματιά του και ήθελα να απομακρυνθώ από εκεί όσο πιο γρήγορα γινόταν. Η Έμμα σηκώθηκε μαζί μου και πήγαμε στο ψηλό τραπέζι όπου μας περίμεναν.

«Καλώς το μωρό» είπε ο Παναγιώτης σχηματίζοντας ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη του και η Έμμα πήγε κοντά του. Την έπιασε από τη μέση και εκείνη πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του φιλώντας τον και εγώ κάθισα δίπλα στον Αχιλλέα

«Αντί μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε» είπε χασκογελώντας

«Καλησπέρα και σε σένα»

«Για πες… πως πάει;»

«Καλά μωρέ σπίτι, σχολή, κούραση…εσύ;»

«Υπέροχα δεν βλέπεις» γέλασε «είμαι εδώ με τον Παναγιώτη ακριβώς μπροστά μου να φεσώνει την κατά δυο ημερών γκόμενα του» είπε και ήπιε μια γουλιά από το τζιν του.Γύρισα να κοιτάξω της Έμμα που μάλλον είχε ήδη αρχίσει να χάνετε στα αγγίγματα του Παναγιώτη .

«Εσύ με τον Κώστα; «ρώτησε η Μαρία και γύρισα να την κοιτάξω

«Όλα καλά» είπα αν και δεν ήμουν σίγουρη ότι τι εννοούσα

«Έμαθα πως πήγε Λονδίνο πάλι»

«Ναι» ήπια μια γουλιά από την βότκα μου «Γύρισε προχτές το βράδυ»

«Και να φανταστώ ήταν δυνατή η επανασύνδεση» είπε πονηρά και έγνεψα αρνητικά γελώντας στραβά

«Ήταν κουρασμένος» είπα και ανασήκωσε τα φρύδια της

«Εγώ ποτέ δεν θα μου κουρασμένη για κάτι τέτοιο » είπε και γελάσαμε

«Ξενέρωτες μόνο ένα πήρατε» είπε ο Αχιλλέας αναφερόμενος στα ποτήρια με το αλκοόλ που βρισκόταν μπροστά μας

«Καθίστε εδώ πάω να φέρω και άλλα» είπε και απομακρύνθηκε

Πήγε μια φορά, δυο, τρεις και έπειτα έχασα το μέτρημα μιας και το ποτό είχε γερή επίδραση στον οργανισμό μου. Ένιωθα το κεφαλή μου να σφίγγεται αλλά το αγνόησα συνεχίζοντας να πίνω και να χορεύω σαν να μην με βλέπει κανείς. Η ώρα πέρασε η Έμμα εξαφανίστηκε με τον Παναγιώτη λογικά σε κάνα απόμερο μέρος για να συνεχίσουν μόνοι τους τη διασκέδαση και εγώ με την Μαρία και τον Αχιλλέα χορεύαμε στον ρυθμό της μουσικής.

«Πάω λίγο στο μπάνιο» τους ανακοίνωσα και έφυγα γρήγορα για να βρω ένα ήσυχο μέρος και να χαλαρώσω αφού η ζαλάδα μου μεγάλωνε .Καθώς προχωρούσα με φορά έπεσα πάνω σε κάποιον και το σκληρό του στήθος μου προκάλεσε έναν έντονο πόνο στο κεφάλι μου.

«Σιγά» ακουστικέ μια αντρική φωνή

«Βλέπε που πηγαίνεις άνθρωπε μου» γρύλισα και γύρισα να κοιτάξω το άτομο δίπλα μου. Γαμώτο. Από όλα τα άτομα εδώ μέσα έπεσα πάνω στον πράσινο μάτι παρτενέρ. Χαμογέλασε στραβά και έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του υφασμάτινου παντελονιού του από λαμβάνοντας τον εκνευρισμό μου.

«Πολύ οξύθυμη είσαι τελικά ομορφούλα»

Ομορφούλα; Τι θράσος που έχει. Τι είμαι καμία εύκολη γκόμενα που της πετάς ένα γλυκόλογο και πέφτει στο κρεβάτι σου

«Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο σου» ειρωνεύτηκα

«Δεν κάνει τίποτα» χαμογέλασε και με πλησίασε κάνοντας με να οπισθοχωρήσω.

Το βλέμμα του με καίγε και ένιωθα το στομάχι μου να σφίγγεται καθώς με πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Τι στο διάολο θέλει. Χτύπησα την πλάτη μου στον παγωμένο τοίχο και τα μάτια μου παρέμεναν δεμένα με το πράσινο των ματιών του. Φαινόταν σκεπτικός και ανάλυε κάθε κομμάτι του πρόσωπού μου προσεκτικά. Η απόσταση ήταν ήδη ελάχιστη μεταξύ μας και καθώς το σώμα μου αναζωπύρωνε ο Αβάδων έβαλε το χέρι του πάνω από τον ώμο μου και σιγά σιγά ήρθε πιο κοντά σε σημείο που τα πρόσωπα μας μπορούσαν μια μόνο κίνηση να ενωθούν. Το βλέμμα μου έπεσε στα σαρκώδη χείλι του και ω θεέ μου. Ποια δεν θα θέλε αυτά τα χείλι πάνω στο κορμί της. Ήμουνα κολλημένη στα πόδια μου…. Μαρμαρωμένη. Η καυτή του ανάσα έφτασε ως την λοβό του αυτιού μου και τα γενιά του γρατζούναγαν ελαφρά το μάγουλο μου

«Πρόσεχε ομορφούλα γιατί την επόμενη φορά… δεν θα το αφήσω έτσι» ψιθύρισε και έσφιξα τα μάτια μου καθώς Η βαριά φωνή του γαργαλούσε τα αυτιά μου και ένιωσα την ηδονή ανάμεσα στα πόδια μου
Απομακρινέ το πρόσωπο του απότομα και χάθηκε μέσα στο πλήθος του μαγαζιού ενώ εγώ παρέμεινα κοκαλωμένη για μερικά δευτερόλεπτα. Αντιγόνη σύνελθε! Οποία και αν θέλεις να γίνεις σήμερα άπιστη δεν γίνεσαι. Μπήκα στο μπάνιο και έβαλα τα χέρια μου ανάμεσα στον νιπτήρα στερεώνοντας το σώμα μου, έριξα το κεφάλι μου μπροστά και έσφιξα τα μάτια μου προσπαθώντας να συνέλθω από την ζαλάδα που μου είχε προκαλέσει το αλκοόλ.
Μετά από λίγα λεπτά άνοιξα τα μάτια μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη ρίχνοντας λίγο νερό στο πρόσωπο μου. Γύρισα να φύγω και τον είδα να στέκεται ακουμπισμένος στον απέναντι μαύρο τοίχο με σταυρωμένα τα χέρια παρατηρώντας κάτι στα χέρια του. Τον αγνόησα και μόλις πήγα να βγω από το μπάνιο έβαλε το χέρι του μπροστά μου κλείνοντας μου την είσοδο.

«Που πας ομορφούλα;» ρώτησε

Τι γλοιώδες πέσιμο. Ποια νομίζει ότι θα πέσει έτσι;

«Στο διάολο. Θες να σε πάρω μαζι;Βλέπω είσαι ντυμένος κατάλληλα» ειρωνεύτηκα και γέλασε στραβά

«Πάντα τόσο αγενής είσαι;»

«Ναι είναι το φόρτε μου» απάντησα και με πλησίασε σιγά σιγά κάνοντας τα σώματα μας να βρεθούν σε ελάχιστη απόσταση.

«Σου έπεσε αυτό» είπε και έφερε ανάμεσα μας το ασημί δαχτυλίδι μου

«Ευχαριστώ» είπα, το πήρα από τα χέρια του και το φόρεσα.

«Δεν φαίνεται να το εννοείς»

«Δεν πειράζει» απάντησα και προσπάθησα να τον προσπεράσω. Εκείνος όμως με τράβηξε πίσω κολλώντας το σώμα μου στον τοίχο

«Σου είπα την επόμενη φορά δεν θα το αφήσω έτσι»

«Συγνώμη δεν ήξερα πως χρειάζεσαι ειδική μεταχείριση» ειρωνεύτηκα και γέλασε πλησιάζοντας το πρόσωπο μου

«Πολύ αντιμιλάς και δεν θα σου βγει σε καλό»

«Άμα το λες εσύ, σε πιστεύω» απάντησα και κοίταξα τα χείλι του. Χαμογέλασε στραβά και επιτέθηκε στα χείλι μου. Τα χέρια του μετακινήθηκαν στους γλουτούς μου πιέζοντας με πάνω του. Ήταν τόσο τρυφερός και βίαιος ταυτόχρονα που σε συνδυασμό με το αλκοόλ στις ανάσες μας προκαλούσε μια γλυκιά ηδονή ανάμεσα στα πόδια μου.
Άνοιξε την πόρτα που βρισκόταν δίπλα μας και μπήκαμε μέσα χωρίς να σπάσει το φιλί. Έκλεισε την πόρτα και με έριξε μαλακά στον μαύρο δερμάτινο καναπέ που βρίσκονταν απέναντι μας. Τα χέρια του χάιδευαν το σώμα μου ενώ τα δικά μου ήταν στα μαλλιά του πιέζοντας να εμβαθύνει στο φιλί. Μερικά λεπτά μετά τον έσπρωξα έτσι ώστε να βρίσκομαι από πάνω του και τα πόδια μου ήταν τυλιγμένα γύρω από τη μέση του.

«Πολύ επιθετικός δεν είσαι;»

«Και εσύ πολύ οξύθυμη νομίζω πως είναι καλός συνδυασμός»

«Δεν θα το έλεγα» είπα χαμογελώντας στραβά «Οποία σου αντιμιλάει έχει την ίδια κατάληξη;»

«Όχι άλλα εσύ…» σταμάτησε και κοίταξε το σώμα μου δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλος του. «Είσαι άγγελος βλέπεις» είπε και με κοίταξε στα μάτια

«Και τι πάει να πει αυτό;»

«Χρειάζεσαι ειδική μεταχείριση» ειρωνεύτηκε και χάιδεψε τα μαλλιά μου.

Ένα στραβό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλι μου και τον φίλησα. Οι γλώσσες πάλευαν και ένιωθα την στύση του ανάμεσα στα πόδια μου. Τα χέρια του ταξίδευαν στο σώμα μου και το φιλί του μετακινήθηκε στον λαιμό μου έριξα ελαφρά το κεφαλή μου πίσω κλείνοντας τα μάτια. Λίγα δευτερόλεπτα μετά αποτραβήχτηκα και τον κοίταξα στα μάτια.

«Ευχαριστώ για την ειδική μεταχείριση… όμορφε» είπε δίνοντας του ένα πεταχτό φιλί και σηκώθηκα από πάνω του. «Καλή συνέχεια με τους αγγέλους σου» είπα και βγήκα από την μικρή αποθήκη με τα ποτά που βρισκόμουν.

«Άντε πόση ώρα έκανες» είπε ο Αχιλλέας

«Μου έτυχε κάτι»

«Γκόμενο μυρίζομαι» είπε παιχνιδιάρικα η Μαρία

«Όχι ακριβώς»

«Άστα αυτά Αντιγόνη τα κάναμε πριν από σένα» είπε και έκατσα δίπλα του

«Η Έμμα ;»

«Θα φασωνεται ακόμα με τον Παναγιώτη λογικά» απάντησε η Μαρία

«Πολύ ωραία μιλάς για την αδερφή σου»

«Την αλήθεια λέω» απάντησε και γέλασα. Τελείωσα γρήγορα το ποτό και σηκώθηκα

«Έλα πάμε να χορέψουμε»

«Θες εσύ να χορέψεις;»

«Ναι ρε Αχιλλέα θέλω ούτως ή άλλως ο Κώστας δεν είναι εδώ»

«Αα ναι τον έχεις και αυτόν. Τον είχα ξεχάσει»

«Γάμα τον αυτόν τώρα και πάμε» είπα ή μάλλον μιλούσε το αλκοόλ για μένα. Τον τράβηξα μαζί και άρχισα να λικνίζω το σώμα μου στο ρυθμό της μουσικής. Η ώρα είχε περάσει, είχα χάσει το μέτρημα από τα σφηνάκια που είχα κατεβάσει και όσο πέρναγαν τα λεπτά χόρευα πιο παθιασμένα. Ένιωθα την ματιά του πίσω από το μπαρ να καεί το σωμα μου. Του έριξα ένα γρήγορο βλέμμα και συνέχισα να χορεύω.

«Αντιγόνη φέρε κάνα σφηνάκι ακόμα ρε» άκουσα την φωνή της Μαρίας που βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με μένα. Συμφώνησα και πήγα προς το μπαρ ενώ μόλις με είδε έστριψε το βλέμμα του άλλου.

«Μια Bacardi με πάγο και λεμόνι» είπα στηρίζοντας το σώμα μου στον πάγκο. Το αλκοόλ είχε αρχίσει να θερμάνει το σώμα μου και ήθελα κάτι δροσερό για να χαμηλώσω την θερμοκρασία μου. Ο μπάρμαν με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω ανέκφραστος και σκεπτόμενος. Μάλλον τον είχε ενοχλήσει το γεγονός πως του αντιμίλησα και τον άφησα στα μισά.

«Δεν έχουμε» απάντησε και συνέχισε να σκουπίζει με μια πάνινη πετσέτα τα γυάλινα ποτήρια από τα κοκτέιλ.

«Ωραία τότε….. Μια βότκα με πάγο»

«Μας τελείωσε και αυτή»

«Μα σε είδα που έδωσες σ αυτόν εκεί» είπα και έκανα νόημα με τα μάτια μου δείχνοντας τον τύπο απέναντι μου.

«Ήταν η τελευταία» είπε και συνέχισε να σκουπίζει τα ποτήρια

«Έχεις τίποτα εδώ μέσα;» είπα ενοχλημένη

«Για σένα όχι… η μάλλον κάτι έχω» είπε και απομακρύνθηκε για μερικά λεπτά και επιστρέψει με ένα ποτήρι γεμάτο πάγο, μια φέτα λεμόνι και κάτι άλλο που δεν κατάλαβα τι είναι αλλά σίγουρα είχε μέσα αλκοόλ. Το ήπια μονορούφι και του έκανα νόημα δυο τρεις φορές ακόμα να επαναλάβει την παραγγελία.

«Πόσα έχεις πιει;» ρώτησε και στήριξε τα χέρια του στον πάγκο έτσι ώστε να έρθει πιο κοντά και να με ακούσει λόγο της δυνατής μουσικής

«Ξέρω εγώ 4… 5…6» είπα μετρώντας τα ένα ένα ό,τι τουλάχιστον θυμόμουν. Εκείνος δεν είπε τίποτα παρά μόνο συμφώνησε και έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να με κοιτάει. Γύρισα την προσοχή μου στην Έμμα η οποία χόρευε με έναν τύπο λίγο πιο πέρα και τα φώτα έπεφταν ρυθμικά πάνω στο πλήθος του μπαρ. Που είναι ο Παναγιώτης; Τόσο γρήγορα άλλαξε;
Ο μπάρμαν μπροστά μου έκανε νόημα σε έναν τύπο που βρισκόταν πίσω από τον πάγκο μαζί του και έπειτα έφυγε. Γύρισα πίσω στη Μαρία η οποία ήταν φανερά απογοητευμένη που γύρισα με άδεια χέρια αλλά συνέχισε να χορεύει μαζί μου. Λίγα λεπτά μετά ένιωσα ένα χέρι στο μπράτσο μου και έστρεψα το βλέμμα μου πάνω στο άτομο που με κράταγε.

«Βλέπω δεν άντεξες και πολύ χωρίς εμένα» του είπα κλείνοντας το μάτι

«Σήκω ομορφούλα φεύγουμε»

« Από τώρα όχι κάτσε λίγο ακόμα»

«Το πάρτυ τελείωσε πάμε» είπε και προσπάθησε να με τραβήξει για να σηκωθώ ενώ εγώ έβαζα αντίσταση. Μας πήρε λίγη ώρα διαπραγματεύσεων αλλά εν τέλη υπέκυψα.

Μόλις πήγα να σηκωθώ από το σκαμπό παραπάτησα και ο μπάρμαν με κράτησε για να μην πέσω

«Οπαα … καλύτερα να πάμε πρώτα στο μπάνιο να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπο σου για να συνέλθεις»
Εγώ συμφώνησα χασκογελώντας και με την βοήθεια του πήγα ως το μπάνιο. Μ άφησε να μπω μόνη μου μέσα και στριμώχτηκα ανάμεσα στις κοπέλες που είχαν έρθει για να φρεσκαριστούν. Δεν είχε και μεγάλη διαφορά η κατάσταση έξω και μέσα από το μπάνιο και οι φωνές άρχισαν να γίνονται βουητά στα αυτιά μου. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου και στηρίχτηκα στον νιπτήρα σφίγγοντας τα μάτια μου. Είχα φτιάξει κεφάλι για τα καλά και όσο σκεφτόμουν την Έμμα αγχωνόμουν ακόμα περισσότερο μιας και εκείνη αφού δεν πίνει συχνά θα βρίσκεται στην ίδια μην σας πω και χειρότερη κατάσταση από μένα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έφτιαξα λίγο τα μαλλιά μου πριν βγω έξω για να μοιάζω λίγο με άνθρωπο. Βγαίνοντας από το μπάνιο παραπάτησα πάνω σε κάτι πετάμενες σερπαντίνες που μπλεχτήκαν στα πόδια μου και εκεί που νόμιζα ότι θα γινόταν ακόμη καλύτερη αυτή η μέρα ένιωσα δυο χέρια να με κρατάνε σφιχτά για να μην πέσω. Βογγιξα από τον πόνο και άκουσα την φωνή κάποιου από πίσω μου να ξεφυσά και να μου λέει κάτι σκόρπια λόγια που σε συνδυασμό με το μεθύσι, την δυνατή μουσική και τον κόσμο δεν ξεχώριζα τις λέξεις. Άρχιζα να κλαψουρίζω από τον πόνο ενώ αυτός με έσυρε σιγά σιγά μέσα σε ένα μικρό δωματιάκι που υποθέτω πως ήταν αποθήκη μιας και υπήρχαν αμέτρητα μπουκάλια αλκοόλ και ένας καναπές απέναντι από την πόρτα της εισόδου. Μόλις άνοιξε την πόρτα είδα έναν άλλο σχετικά ψηλό άντρα ο οποίος καθόταν στον καναπέ και μόλις πήγα σηκώθηκε και με κοίταζε περίεργα. Μα καλά τόσο χάλια ήμουν;

«Τι κανείς; Ποια είναι αυτή;»

«Δεν ξέρω» είπε και με άφησε στον καναπέ

«Τότε γιατί την έφερες εδώ;»

«Γιατί γύρισε το πόδι της» είπε και απομακρύνθηκε για να πάρει λίγο πάγο από τον καταψύκτη που βρισκόταν στην γωνία του δωματίου.

«Δεν είμαστε επείγοντα εδώ Μάνο»

«Μπορείς να σκάσεις και να βγεις έξω να πας στην δουλειά σου; «ρώτησε ρητορικά

«Όχι γιατί θα αφήσεις εμένα εδώ και εσύ μόλις η κοπέλα στανιαρει θα την πηδάς σε κάνα αυτοκίνητο»

Ο Μάνος αναστέναξε και του έριξε ένα αγριεμένο ύφος καθώς ερχόταν προς το μέρος μου και έσκυψε για να κρατήσει τον πάγο στον αστράγαλο μου.

«Μπορείς να σκάσεις»

«Κοίτα τον ρε τι άλλο θα κάνεις για την ρίξεις»

«Άλκη κοφτό"

«Με συγχωρείται αλλά μπορείτε λίγο να σταματήσετε να μιλάτε» είπα σφίγγοντας το κεφάλι στα χέρια μου

«Θέλεις να φύγουμε κιόλας» είπε εκνευρισμένος ο Άλκης.

«Άσε τις μαλακές ρε και βγες έξω» είπε το ίδιο εκνευρισμένος ο Μάνος

«Καλά, καλά Μάνο περνά καλά με την κοπελίτσα και άσε με εμένα εδώ να…» έλεγε βγαίνοντας και ο Μάνος χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει έριξε ένα μαξιλάρι που βρισκόταν στον καναπέ αστοχώντας όμως αφού ο Άλκης πρόλαβε να βγει .

«Είσαι καλύτερα; » με ρώτησε και φωνή του μαλάκωσε

«Ναι…θέλω να πάω σπίτι» είπα και προσπάθησα να σηκωθώ μάταια όμως αφού τα πόδια μου πλέον δεν με βαστούσαν και έπεσα ξανά στον καναπέ.

«Θα σε πάω εγω» προσφερθηκε

«Όχι εντάξει θα πάρω ταξί»

«Δεν σε ρώτησα στο ανακοίνωσα» είπε και με σήκωσε κρατώντας με από το μπράτσο για να μην χάσω την ισορροπία μου

«Αλήθεια δεν χρειάζεται» Επίμεινα αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Ούτε καν θυμάμαι το ποτέ έφυγα από το μπαρ και πότε βρισκόμουν στο αμάξι του. Όλη την διαδρομή παρέμεινα αμίλητη όπως και εκείνος άλλωστε. Είχα γυρίσει το βλέμμα στον δρόμο όταν άκουσα την φωνή του

«Που μένεις; » ρώτησε

«Άλιμο. Μπορείς να με αφήσεις στην πλατεία απέναντι από τον φούρνο και θα πάω μονή μου σπίτι δεν είναι μακριά»

«Θα σε αφήσω σπίτι σου. Στην κατάσταση που είσαι δεν νομίζω ότι μπορείς ούτε να περπατήσεις ούτε να καταλάβεις τι γίνεται γύρω σου»

«Εντάξει δεν είμαι τόσο χάλια»

«Ναι» ειρωνεύτηκε «Πες μου που μένεις θα σε πάω από έξω»

«Καποδίστριου 17. Όταν βγεις στην λεωφόρο το τρίτο στενό αριστερά»

Είπα και εκείνος συμφώνησε. Δεν αργήσαμε να φτάσουμε αφού η ώρα ήταν περασμένη και δεν είχε κίνηση στους δρόμους. Μόλις φτάσαμε άνοιξα την πόρτα για να βγω αλλά προς έκπληξη μου βγήκε και εκείνος από το αμάξι και ήρθε προς το μέρος μου.

«Δώσε μου τα κλειδιά»

«Γιατί;»

«Θα έρθω μαζί σου μέσα να βεβαιωθώ πως είσαι εντάξει και μετά θα φύγω»

«Δεν χρειάζεται»

«Πρέπει να συνηθίσεις το γεγονός ότι απλά στα ανακοινώνω»

«Αυτό δεν είναι σωστό όμως»

«Δεν με νοιάζει» είπε περνώντας τα κλειδιά μου από τα χέρια και άνοιξε την πόρτα «Μπες» είπε και με τράβηξε μέσα

«Μήπως έχεις άλλους σκοπούς που θες να σε εδώ;»

«Κανέναν όμως»

«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι»

«Καλά εσύ χάνεις» απάντησα και απομακρύνθηκα αλλά έπιασε το καρπό μου και με κόλλησε τον τοίχο
«Άμα το θες τόσο πολύ γιατί έφυγες;»

«Μάλλον επειδή δεν το Θέλα τόσο πολύ. Εσύ όμως… το θελες »

«Είσαι απίστευτη» είπε και χαμογέλασε στραβά κοιτώντας αλλού

«Γιατί έχω άδικο;»

«Όχι»

«Στα λόγια μου έρχεσαι» είπα και τον τράβηξα στο υπνοδωμάτιο

«Δεν κατάλαβες αφού δεν πήρα αυτό που ηθέλα πριν δεν θα το πάρεις ούτε εσύ» είπε και άφησε το χέρι μου

«Μπορείς να το πάρεις τώρα όμως σκέψου το» τον έσπρωξα στο κρεβάτι

«Όχι» είπε και προσπάθησε να σηκωθεί αλλά έκατσα πάνω του

«Έχεις μεθύσει και δεν ξέρεις τι λες"

«Δεν έχω μεθύσει και επίσης γιατί με έφερες εδώ αυτός δεν ήταν ο σκοπός σου;»

«Σου απάντησα και πριν όχι. Τώρα ξάπλωσε» είπε και με έβαλε στο κρεβάτι. Έπιασα τον γιακά του μαύρου πουκάμισου που φορούσε και τον έσπρωξα να πέσει δίπλα μου.Τον αγκάλιασα και εβαλα το κεφάλι μου στο στήθος του.

«Ας φανείς και σε κατι χρήσιμος» είπα βολευοντας το σωμα μου στην αγκαλιά του, αναστέναξε και επειτα γέλασε σιγανά

" ΜΕΘΥΣΜΈΝΕΣ ΝΎΧΤΕΣ "Where stories live. Discover now