To επόμενο πρωί, ξύπνησε μέσα σε μια παραζάλη κάπνας και αλκοόλ. Τα μαλλιά του, μύριζαν ακόμα καπνό και η αναπνοή του ήταν νοτισμένη στο κρασί. Άνοιξε τα μάτια του και για μια στιγμή, δυσκολεύτηκε να προσδιορίσει πού βρίσκεται. Ο λαιμός του ήταν τραχύς. Ένιωθε, με κάθε του αναπνοή, τα πνευμόνια του να τον σουβλίζουν και τα πόδια του με το ζόρι τον κρατούσαν. Με αργές κινήσεις, έφτασε στο σαλόνι και κάθισε στον καναπέ.
"Καλημέρα, Κωνσταντή. Πώς νιώθεις;"
"Πώς να νιώθω, σαν να με πάτησε λεωφορείο. Εσύ, πώς και είσαι ορεξάτος σήμερα;" ο Κωσταντής κοίταξε τον Νικηφόρο από πάνω μέχρι κάτω και ήπιε μια γουλιά καφέ. Ήταν φρεσκοπλυμένος και φορούσε ήδη το καλό του το πουκάμισο. Τα μαλλιά του, καλοχτενισμένα, αλλά επιμελώς πιο ατημέλητα, από όπως συνήθιζε να τα χτενίζει, άφηνε μερικές τούφες να πέφτουν στο μέτωπο του, διάβαζε την εφημερίδα του σκυφτός.
"Δεν είμαι ορεξάτος." απάντησε ο Nικηφόρος κοιτώντας τον εξεταστικά. 'Αλλά πρέπει να δείχνω ένα χαρούμενο πρόσωπο, για τον μικρό, δεν πρέπει να καταλάβει τι έγινε. Και θα σου συνιστούσα, να το κανείς και εσύ, αν είναι να μας συνοδέψεις σήμερα στο σχολείο."
Ο Κωσταντής κατέβασε άλλη μια γουλιά από τον καφέ του. Τώρα ένιωθε το κεφάλι του να πονάει αλύπητα και δεν μπορούσε να προσδιορίζει εάν είναι από την φωτιά ή από το αλκοόλ, ή και από τα δυο.
Ο Nικηφόρος φαινόταν να μην έχει επηρεαστεί από τίποτα από όσα συνέβησαν τις τελευταίες ώρες.
Δεν ήταν μόνο η φωτιά, που έκαψε σε μια νύχτα το μισό Διαφάνι και τις περιουσίες τους, αλλά και η τραγωδία, που ακολούθησε. Την ίδια μέρα έχασαν τους θείους τους, τους έθαψαν μαζί, δίπλα δίπλα, χωρίς να καταλάβουν καλά καλά, πως χάθηκαν, και την ίδια στιγμή, έχασαν για πάντα τους γονείς τους. Oι ίδιοι τους εξόρισαν, μετά από το κακό που είχαν προκαλέσει. Σε μια στιγμή, έχασαν και την αδερφή τους, που έφυγε για το Παρίσι, να ξεκινήσει την ζωή της από την αρχή και λίγο έλειψε να χάσουν και τις γυναίκες τους. Σώθηκαν, χάρη στον ηρωισμό του θείου τους.Τώρα και εκείνες μετρούσαν τις πληγές τους.
Έτσι, έμειναν οι δυο τους, σε ένα σπίτι στη Λάρισα, με τον μικρό Σέργιο που τώρα έπινε χαμογελαστός το γάλα του και φλυαρούσε για τους φίλους του και τον θείο Λαμπρό. Αγνοούσε ότι λίγες ώρες νωρίτερα είχε βρεθεί κοντά στην ορφάνια.
Αυτά σκεφτόταν ο Κωσταντής και κόντευε να τρελαθεί.
Πώς θα συνέχιζαν από δω και πέρα;
YOU ARE READING
Μετά τη Φωτιά
FanfictionΚανείς δεν θα ξέρει πως είμασταν καλά, είμασταν μαζί, είμασταν ευτυχισμένοι, γιατί οι χειμώνες είναι ζεστοί στην αγκαλιά σου και τα καλοκαίρια είναι γεμάτα από φως καθαρό.