Μάνα

124 6 0
                                    


Περπατούσε σε έναν στενό διάδρομο. Δεν διέκρινε κανένα φως που να δηλώνει ότι υπάρχει κάποια έξοδος μπροστά του. Προσπάθησε να θυμηθεί από πού είχε έρθει, δεν μπορούσε, όμως, να συγκεντρώσει την σκέψη του αρκετά. Η υγρασία από τους τοίχους, του διαπερνούσε τα κόκαλα. Άκουγε από πάνω του να σκάει το κύμα, κάπου υπήρχε διέξοδος. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι θα νύχτωνε σε λίγο. Το ρολόι που φορούσε στο χέρι του έδειχνε 7:12. Το στομάχι του παραπονιόταν και τα πόδια του με το ζόρι τον κρατούσαν όρθιο. Ήταν εξαντλημένος, έπρεπε, όμως, να βγει από εκεί μέσα, κάποιος τρόπος θα υπήρχε. Ξαφνικά, άκουσε πίσω του ποδοβολητά. Γύρισε να κοιτάξει, όμως, ήταν πολύ σκοτεινά για να διακρίνει το παραμικρό. Άρχισε να τρέχει. Όποιος τον καταδίωκε μάλλον ήταν κοντά, ο ήχος από τα ποδοβολητά όλο και δυνάμωνε. Έτρεχε με όλη του τη δύναμη, η ανάσα του ρηχή και αδύναμη. Η όραση του θόλωνε και ένας οξύς πόνος του τρυπούσε το κεφάλι. Τότε την άκουσε να φωνάζει.

"Βοήθεια."

Μάζεψε ότι δυνάμεις του είχαν απομείνει και πίεσε τα πόδια του με ακόμα μεγαλύτερη μανία στο έδαφος. Ο ήχος από τα κύματα ακουγόταν πιο καθαρά τώρα. Πρέπει να ήταν κοντά στην έξοδο.

"Λάμπρο, βοήθησε με", άκουσε την φωνή και πάλι.

Ρίγος διαπέρασε το κορμί του. "Έρχομαι ψυχή μου, έρχομαι, κρατήσου", μουρμούρισε ξέπνοα ο Λάμπρος και συνέχιζε να τρέχει.

Ο ήχος από τα ποδοβολητά δυνάμωνε. Τα κύματα έσκαγαν μανιασμένα στο βάθος και ο Λάμπρος έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ακολουθώντας τον ήχο της θάλασσας.

"Λάμπρο.." η φωνή ικέτευσε και πάλι.

"Κρατήσου, Λενιώ, κρατήσου", φώναξε ο Λάμπρος.

Τα ποδοβολητά έσβησαν όλους τους ήχους γύρω του. Κάποιος τον είχε ακινητοποιήσει. Ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι τον ζάλισε. Έπεσε στο έδαφος, το σώμα του έτρεμε ανεξέλεγκτα. Tο αίμα του έτρεχε ζεστό, στο μέτωπο του, στον λαιμό του, στο σώμα του. Μια κραυγή ακούστηκε στο βάθος.

"Λενιώ! Όχι!" ούρλιαξε πριν σβήσουν τα πάντα γύρω του.

Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα. Η καρδιά του χτυπούσε μανιασμένα στο στήθος του και πήρε μερικές βαθιές ανάσες να ηρεμήσει. Τι φρικτός εφιάλτης ήταν αυτός;

Η Ασημίνα με τον Νικηφόρο είχαν βγάλει βόλτα τον μικρό Σέργιο, ο οποίος, έτρωγε χαρούμενος το παγωτό του. Είχαν βελτιώσει πολύ τις σχέσεις τους, το τελευταίο διάστημα. Περνούσαν ευχάριστα μαζί και η αλλαγή αυτή είχε ζεστάνει όχι μόνο τη ψυχή του μικρού, αλλά και τις δικές τους. Του έκανε πολύ καλό, του Σέργιου, να περνάει χρόνο και με τους δυο του γονείς. Τον πήγαιναν μαζί στο σχολείο, στο πάρκο και κάθε Κυριακή έτρωγαν έξω. Οι πληγές της Ασημίνας γιατρευόταν, σιγά σιγά, όμως, δεν τολμούσε να αφήσει την καρδιά της να ελπίζει, όχι ακόμα. Ο Νικηφόρος, της είχε σταθεί βράχος από τη μέρα που η Λενιώ βρέθηκε στο νοσοκομείο. Είχε πάρει και πάλι, τον μικρό Σέργιο, στη Λάρισα. Ήταν το τελευταίο που μπορούσε να κάνει, για να βοηθήσει. Η Ασημίνα και η Δρόσω περνούσαν ολόκληρες μέρες και νύχτες στο πλευρό της αδερφής τους.

Μετά τη ΦωτιάWhere stories live. Discover now