Η Λενιώ με την Ασημίνα και την Δρόσω επέστρεφαν από το γλέντι του 15 Αυγούστου. Η Λενιώ, έχοντας πιει κανα δυο ποτηράκια κρασί παραπάνω, ένιωθε μια ανέλπιστη ευφορία. Τα μάγουλα της είχαν ροδίσει ελαφρώς και το μέτωπο της έκαιγε. Η Ασημίνα την βάσταγε από το έναν ώμο γιατί δυσκολευόταν να περπατήσει σε ευθεία γραμμή χωρίς να ζαλίζεται. Έτσι, θεώρησε πως φταίει το κρασί όταν νόμιζε πως είδε τον Κωσταντή να στέκεται έξω απο το σπίτι τους κοιτώντας τες να πλησιάζουν."Τι θες εδώ, Κωσταντή;" του πέταξε η Δρόσω και η Λενιώ κατάλαβε πως ήταν αληθινός και δεν έβλεπε οράματα από το πιοτό.
"Λενιώ, καλύτερα να πας μέσα," αποκρίθηκε ο Κωσταντής αγνοώντας την ερώτηση της Δρόσως. "Και καλύτερα να της κάνετε έναν καφέ," συμπλήρωσε κοιτώντας την Δρόσω και την Ασημίνα.
Η Λενιώ ένιωσε τους παλμούς της να τρέχουν και τρέκλισε στη βιασύνη της να ανέβει την σκάλα.
"Έλα Λενιώ, κρατήσου πάνω μου." αποκρίθηκε η Ασημίνα και την βοήθησε να μπούνε μέσα. "Θα σου φτιάξω έναν καφέ να συνέλθεις", συνέχισε και πήγε στην κουζίνα.
Η Λενιώ, μπαίνοντας στο δωμάτιο της, είδε τον Λάμπρο να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, σκυφτός, με την πλάτη του γυρισμένη στην πόρτα. Η Λενιώ ένιωσε αμέσως να συνέρχεται από το μεθύσι της. Ούτε καφέ χρειαζόταν, ούτε τίποτα.
"Τι είναι ψυχή μου, τι τρέχει;" του είπε και σήκωσε το πρόσωπο του έτσι, ώστε να τον κοιτάζει στα μάτια.
"Κάθισε πλάι μου, Λενιώ. Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις."
Τι ήχο κάνει μια καρδιά όταν σπάει;
Η Λενιώ δεν γνώριζε ποτέ αυτόν τον ήχο, μέχρι την στιγμή που άκουσε την δική της να χωρίζεται στα δύο, με ένα παράπονο, εκκωφαντικό.
Ο Λάμπρος της έδωσε το χαρτί που τον έστελνε στην εξορία. Η Λενιώ το διάβασε και το ξαναδιάβασε, μέχρι που οι γραμμές ενωνόταν μεταξύ τους και οι λέξεις ακουγόταν ψεύτικες.
Μια πλάκα ήταν η ζωή της, σκέφτηκε. Τόσα χρόνια, μετρούσε πληγές, η ζωή την τσάκιζε και εκείνη το υπέφερε, ακούραστα, χωρίς οργή. Τώρα καταλάβαινε, πως, ότι υπέμενε μέχρι τότε, ήτανε μάταιο. Ότι ήλπιζε, ματαιωμένο, σε ένα ανέλπιστο κυνηγητό να ξεφύγουν από τις σκιές της μοίρας τους. Τόσα χρόνια, άδικα, κρατιόταν από ένα τελευταίο κλωναράκι ευτυχίας, μέχρι που η ζωή, λυσσασμένη να την τσακίσει, της το πήρε και αυτό.
BINABASA MO ANG
Μετά τη Φωτιά
FanfictionΚανείς δεν θα ξέρει πως είμασταν καλά, είμασταν μαζί, είμασταν ευτυχισμένοι, γιατί οι χειμώνες είναι ζεστοί στην αγκαλιά σου και τα καλοκαίρια είναι γεμάτα από φως καθαρό.