Οι χτύποι μιας καρδιάς

134 5 0
                                    

Ήταν η τρίτη μέρα, που ο μικρός Σέργιος τον παρακαλούσε.

"Σε παρακαλώ, θείε, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ. Θέλω να δω τον παππού και την γιαγιά. Ο μπαμπάς δεν με πηγαίνει."

Ο Κωνσταντής δεν ήξερε τι να κάνει.

"Αγοράκι μου, η γιαγιά είναι λίγο άρρωστη αυτό το καιρό. Γι' αυτό, δεν σε πηγαίνει ο μπαμπάς. Πρέπει να την αφήσουμε να ξεκουραστεί"

"Σε παρακαλώ, θείε, σε παρακαλώ. Μου λείπει ο παππούς μου. Και το άλογο μου."

Ο μικρός ήταν έτοιμος να κλάψει και ο Κωνσταντής, που του είχε τεράστια αδυναμία ,δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι.

"Λοιπόν, μικρέ. Άκου με, προσεκτικά. Θυμάσαι, όταν βλέπαμε την θεία Δρόσω, τι λέγαμε στον μπαμπά;"

"Ναι," απάντησε ο Σέργιος και χαμογέλασε. "Λέγαμε, ότι πήγαμε να παίξουμε οι δυο μας και ότι την είδαμε τυχαία".

"Μπράβο, μικρέ. Λοιπόν το ίδιο θα κάνουμε και τώρα. Εγώ θα σε πάω να δεις την γιαγιά και τον παππού, αλλά στον μπαμπά θα πούμε, ότι παίζαμε οι δυο μας. Σύμφωνοι;"

"Ναιιι! Γιατί ο μπαμπάς δε θέλει να δω την γιαγιά, να μην την κουράσω."

"Γι' αυτό ακριβώς. Άντε τώρα, πήγαινε να ετοιμαστείς".

Ο Κωνσταντής, αναστέναξε και έχωσε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του. Τι θα κάνουν; Ο μικρός έπρεπε να βλέπει τους παππούδες του, αλλά εκείνος; Πως θα πήγαινε μέχρι εκεί; Είχε την ψυχραιμία, να αντιμετωπίσει τον πατέρα του;

Ο μικρός Σέργιος βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο και ο Κωνσταντής, τον πήρε αγκαλιά και τον έβαλε να κάτσει πάνω στους ώμους του.

"Έτοιμος, μικρέ;"

"Ναι!" φώναξε ο Σέργιος και σήκωσε τα χεράκια του στον αέρα.

"Φύγαμε". Ο Κωνσταντής έκλεισε την εξώπορτα και προχώρησε, με βαριά καρδιά, δεν έδειξε όμως τίποτα στον μικρό.

"Θείε, να πάρουμε παγωτό για τον παππού;" φώναξε ο μικρός, όταν πέρασαν από ένα μικρό ζαχαροπλαστείο.

"Άντε, εντάξει. Γρήγορα όμως, ναι;" είπε ο Κωνσταντής και μπήκαν στο μικρό ζαχαροπλαστείο.

"Καλησπέρα σας."

"Καλησπέρα, παλικάρι μου," ένας γεροντάκος ζαχαροπλάστης, με ευγενικά μάτια και χαμόγελο, τους υποδέχτηκε.

"Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;"

"Θέλουμε παγωτό για τον παππού μου!" φώναξε ο Σέργιος, που είχε χωθεί πίσω από τον πάγκο με τα παγωτά και δεν φαινόταν.

Μετά τη ΦωτιάWhere stories live. Discover now