9

118 20 9
                                    

   Του ήταν πάντα πιο εύκολο να πει ναι παρά όχι. Ήταν από μικρός ριψοκίνδυνος και δεν είχε την παραμικρή ανάγκη να προστατεύσει τον εαυτό του, ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Κάτι του έλεγε πως γύρω από τη Φαίη θα την πλήρωνε και με τους δύο τρόπους, αλλά να, δεν τον απασχολούσε και πολύ. Και συνήθως δεν χρειαζόταν καν ιδιαίτερο κίνητρο για να δεχθεί κάτι ηλίθιο. Όπως να περάσει το βράδυ στο σπίτι αυτής της ψυχοπαθούς. Γι' αυτό τα πήγαιναν καλά με τον Αργύρη από την πρώτη κιόλας στιγμή. «Να κάνουμε κοπάνα να πάμε στο Σύνταγμα!» έλεγε ο Αργύρης, πρώτος πηδούσε τα κάγκελα ο Άλεξ. «Να πάμε το βράδυ να αράξουμε πίσω από την εκκλησία» πρότεινε ο Αργύρης, πρώτος έφτανε ο Άλεξ.

Δεν σκόπευε να το μοιραστεί με τη Φαίη, αλλά το να τον πείσει να μείνει δεν ήταν και κανένα σπουδαίο κατόρθωμα. Αναρωτήθηκε αν η Φαίη είχε τίποτα στο μυαλό της. Σκόπευε να το κάνουνε; Γενικά, όλη αυτή η προσοχή που του έδινε είχε να κάνει με αυτό; Έπιασε τον εαυτό του να ανασηκώνει τους ώμους του μην έχοντας απαντήσεις.

Στο κομοδίνο της, κάτω από το γυάλινο τζάμι, ήταν σφηνωμένη μια φωτογραφία με εκείνη αρκετά μικρότερη, μάλλον πρώτες τάξεις δημοτικού. Του φάνηκε ολόιδια με τώρα αλλά σε πολύ πιο κοκκαλιάρικο. Ήταν ντυμένη με αποκριάτικη στολή μάγισσας. Μυτερό καπέλο, μαύρη περούκα, μαύρο κραγιόν. Δεν το βρήκε πολύ πετυχημένο αφού τα πάντα έμοιαζαν να καταρρέουν πάνω της. Μάλλον η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη στο τέλος του παιδικού πάρτι που φαινόταν στο πίσω μέρος. Δίπλα της ένα μικρότερο παιδάκι, που δεν μπορούσε να καταλάβει καν το φύλλο του αφού φορούσε ολόσωμη στολή τίγρη. Παρατημένα παραδίπλα, είδε τους κρίκους της μεγάλοι σαν χειροπέδες και δαχτυλίδια και ένα σταυρουδάκι.

«Θα παραγγείλουμε σουβλάκια. Τι θες;» μπήκε ενθουσιώδης με ένα τετράδιο και ένα στυλό στο αριστερό χέρι. Η Φαίη ήταν αριστερόχειρας; Σαν και τον ίδιο;!

Επίσης τι είχε συμβεί μέσα;

«Βρέχει» σκέφτηκε ο Άλεξ δυνατά. Κανένας δεν θα ερχόταν με τόση βροχή. Βέβαια σήμερα δεν είχε φάει απολύτως τίποτα, οπότε αγνόησε ο ίδιος τα λόγια του. «Δεν έχω ευρώ πάνω μου» πήδηξε και πάλι στον καναπέ.

«Πέρα από καθυστερημένος είσαι και ηλίθιος;» έκατσε δίπλα του με τα πόδια της οκλαδόν και το σώμα της προς εκείνον. «Σου είπα έχω λεφτά.» κούνησε ψωνισμένα το κεφάλι της. Η αλήθεια είναι ότι δεν την πήρε πολύ σοβαρά. Το ύφος της δηλαδή. Επίσης δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μην κοιτάξει τριγύρω. Κανείς με λεφτά δεν μένει σε αυτό το μέρος.

Never lovers, ever friendsWo Geschichten leben. Entdecke jetzt