2.Ένα λάθος...

287 24 2
                                    

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε μετά από ένα πολύωρο ταξίδι . Η πτήση ήταν ήρεμη. Κατά την διάρκεια μιλούσα με τον Τζάκσον. Αν και το μυαλό μου δεν έφυγε από τον Τζο ούτε στιγμή. Όταν βγήκαμε από το αεροπλάνο περπατήσαμε στην αίθουσα παραλαβής των αποσκευών. «Να η βαλίτσα μας» είπα βλέποντας την μαύρη βαλίτσα να έρχεται προς το μέρος μας. Ο Τζάκσον σήκωσε την βαλίτσα και περπατήσαμε προς την έξοδο. «Πάμε να πάρουμε το αμάξι;» Με ρώτησε. «Ναι, έλα από εδώ είναι.» Μου είπε. Ο Τζάκσον μιλούσε με την υπάλληλο ενώ εγώ έπαιρνα τηλέφωνο την μητέρα μου. «Παρακαλώ;» Είπε η μαμά μου μόλις το σήκωσε. «Έλα μαμά» «Κορούλα μου τι κάνεις; Πως ήταν το ταξίδι;» με ρώτησε. «Ένα ένα βρε μαμά. Μια χαρά είμαστε. Τώρα θα πάμε στο ξενοδοχείο.» Της είπα. «Άντε καλά να περνάτε κορίτσι μου. Ο Θεός μαζί σας» μου είπε. «Μαμά πρέπει να κλείσω, Θα σε πάρω εγώ» της είπα και το έκλεισα. Ο Τζάκσον πήρε το κλειδί και πήγαμε στο αμάξι. Μετά από πέντε λεπτά στο δρόμο φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Ένα τεράστιο κοσμικό ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Περπατήσαμε προς την είσοδο, αφού πρώτα παρκάραμε το αμάξι. «Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» Ρώτησε ο ρεσεψιονίστ. «Έχουμε κλείσει ένα δωμάτιο. Στο όνομα Martin.» «Βεβαίως. Ορίστε και το κλειδί σας. Δωμάτιο 901» «Ευχαριστούμε» Είπα. Μπήκαμε στο ασανσέρ και ανεβήκαμε στον έβδομο όροφο. Ανοίξαμε την πόρτα και αφήσαμε τις βαλίτσες στο κρεβάτι. «Υπέροχο δωμάτιο;» Είπε ο Τζάκσον. «Ναι, είναι υπέροχο!» Είπα και τον φίλησα πεταχτά στο στόμα. «Πάμε για ένα μπάνιο στην πισίνα;» με ρώτησε. «Έλεγα να πάμε για ένα ποτό, αλλά με τέτοια ζέστη προτιμώ την πισίνα.» του είπα. «Έλα βάλε το μαγιό και πάμε» μου είπε. Περπάτησα μέχρι το κρεβάτι και άνοιξα την βαλίτσα. «Τζάκσον;» είπα μόλις αντίκρισα το περιεχόμενο της βαλίτσας. «Ναι αγάπη μου;» «Νομίζω πως έχουμε πάρει λάθος βαλίτσα.» Του είπα και ήρθε δίπλα μου. «Είναι γεμάτη με αντρικά ρούχα.» Είπα. «Μην ανησυχείς θα πάρουμε στο αεροδρόμιο μπορεί να μίλησαν με αυτούς που βρήκαν την βαλίτσα μας.» Μου είπε. «Μα πως θα πάμε στην πισίνα;» είπα κατσουφιασμένη. «Έχω μία ιδέα.» Μου είπε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Που πάει το πονηρό μυαλουδάκι σου;» του είπα γελώντας και τον φίλησα άλλη μία φορά. «Πουθενά. Απλά έλεγα...» σταμάτησε στα μισά και με κοίταξε χαμογελώντας. «Δεν πάμε για ένα ποτό καλύτερα.» του είπα. «Αμέσως μόλις ειδοποιήσω το αεροδρόμιο.» μου είπε. «Πάω να πάρω ένα τηλέφωνο την αδερφή μου» Είπα και βγήκα στο μπαλκόνι. «Έλα αδερφούλα.» Μου είπε. «Γεια σου Ellen.» της είπα. «Πως περνάτε;» Με ρώτησε. «Υπέροχα. Απλά έγινε ένα λάθος με τις βαλίτσες. Πήραμε κάποιου άλλου» «Μην ανησυχείς γλύκα μου. Θα περάσετε υπέροχα. Ένα μήνα στην Λουιζιάνα. Σαν όνειρο μου ακούγετε.» Μου είπε. «Αμάν καλέ. Έχεις και εσύ τον Τζέρεμυ» Της είπα. «Ο Τζέρεμυ είναι πάλι σε επαγγελματικό ταξίδι.» είπε. «Πόσο θα κάτσει; Σε μία δύο μέρες θα είναι πίσω.» της είπα. «Σε τέσσερις μέρες.» «Αν είναι μόλις γυρίσουμε και εμείς να βγούμε όλοι μαζί» είπα. «Ναι, θα μιλήσουμε. Πρέπει να κλείσω αδερφούλα. Θα σε πάρω το βράδυ.» Είπε. «Τα λέμε Έλεν.» Σηκώθηκα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο. «Πήρα τηλέφωνο , ο υπεύθυνος μου έδωσε τον αριθμό του ιδιοκτήτη της βαλίτσας.» μου είπε. «Ωραία ας τον πάρουμε τηλέφωνο να τελειώνουμε. Έχουμε και αυτό το μπάνιο.» Του είπα. Πήρε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε τον αριθμό. «Καλησπέρα... Ναι ήθελα να σας πω.. Έχουμε την βαλίτσα σας... Ναι... Σήμερα;.. Στις 9... Ωραία τα λέμε εκεί.» Είπε και το έκλεισε. «Τι έγινε;» ρώτησα. «Θα συναντηθούμε σε μία καφετέρια. Στις 9» μου είπε. «Επιτέλους. Κανόνισε μετά θα πάμε σε κανένα μπαράκι.» Του είπα. «Εννοείτε βρε μωρό μου» Η ώρα πέρασε γρήγορα και ήρθε το βράδυ. Αφού ετοιμαστήκαμε με τον Τζάκσον, πήγαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε για την καφετέρια. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι και περιμέναμε τον ιδιοκτήτη της βαλίτσας.

«Τι θα πάρετε;» μας ρώτησε ο σερβιτόρος. «Εγώ θα πάρω μία βότκα πορτοκάλι» είπε ο Τζάκσον. «Και εγώ ένα φυσικό χυμό πορτοκάλι» είπα. «Πως λες να είναι αυτός με την βαλίτσα μας;» με ρώτησε ο Τζάκσον. «Χμμ... Κανένας μεγάλης ηλικίας θα είναι.» Είπα. «Μπα. Εγώ λέω θα είναι κανένας πιο νέος. Κοντά στην ηλικία μας.» Μου είπε. «Μακάρι. Δαν ψάχναμε και παρέα για να νοικιάσουμε σκάφος ;;» ρώτησα. «Μακάρι αγάπη μου. Μακάρι» Ο σερβιτόρος μας έφερε τα ποτά μας. Είχε πάει 9:30 και αυτός που είχε πάρει την βαλίτσα δεν έλεγε να εμφανιστεί. «Που είναι; Τι ακριβώς σου είπε στο τηλέφωνο;;» τον ρώτησα. «Λογικά από στιγμή σε στιγμή θα έρθει.» Μου είπε. Ξαφνικά το μάτι μου έπεσε πάνω σε γνώριμη φάτσα. Δεν μπορεί. Μπροστά μου ήταν ο Τζο. Περπατούσε προς το μέρος μου. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που τον βλέπω σε μία μέρα. «Είσαι ο Τζάκσον;» ρώτησε μόλις έφτασε στο τραπέζι μας. «Ναι. Εσύ θα πρέπει να είσαι ο Τζο» του είπε ο Τζάκσον. «Εγώ είμαι. Χάρηκα πολύ.» Είπε και του έδωσε το χέρι του. «Αυτή είναι η Κάθι. Η κοπέλα μου.» Είπε ο Τζάκσον. Ο Τζο χαμογέλασε και μου φίλησε το χέρι. «Γοητευμένος» είπε. Προς στιγμή νόμιζα ότι με θυμόταν. Αλλά μετά θυμήθηκα το περιστατικό στο αεροδρόμιο. «Νομίζω πως σε ξέρω από κάπου.» Μου είπε. «Πρέπει να σε είχα δει στο αεροδρόμιο» του είπα. «Αχ σωστά. Είχα πέσει επάνω σας.» Είπε και χαμογέλασε. «Λοιπόν μιας και γνωριστήκαμε, τι θα λέγατε να καθίσετε για ένα ποτό;;» είπε ο Τζάκσον. «Χίλια συγνώμη αλλά έχω κανονίσει. Με ένα φίλο μου» Είπε ο Τζο. «Ας έρθει και αυτός. Μην χαλάμε την παρέα.» Επέμενε ο Τζάκσον «Εντάξει. Απλά δώστε μου ένα λεπτό να τον πάρω τηλέφωνο.» είπε. Λίγα λεπτά μετά καθόμασταν οι τέσσερις μας στο τραπέζι και μιλούσαμε. «Εμείς αύριο λέγαμε με την Κάθι να νοικιάσουμε ένα σκάφος να δούμε τις θάλασσες κοντά στην Νέα Ορλεάνη.» είπε ο Τζάκσον. «Υπέροχη ιδέα να πάμε και εμείς καμία μέρα.» είπε ο Κλέυτον στον Τζο. Ο Κλέυτον ήρθε στην Λουιζιάνα με τον Τζο για διακοπές. «Γιατί δεν έρχεστε μαζί μας; Μπορούμε να νοικιάσουμε όλοι μαζί. Έτσι και αλλιώς μόνο δύο μέρες θα κάτσουμε. Την Κυριακή το πρωί θα είμαστε πίσω.» Είπε ο Τζάκσον. «Σωστά αγάπη μου; Καλύτερα να έχουμε και λίγη παρέα» «Ναι, υπέροχη ιδέα, αν συμφωνούν και τα παιδία.» είπα. «Και δεν πάμε;» είπε ο Τζο. «Ναι ρε θα ρίξουμε κέφι» είπε ο Κλέυτον. «Κλείσαμε τότε;;» ρώτησε ο Τζάκσον. «Ναι , μέσα» είπαν. Έκλεισε λοιπόν, τις επόμενες 3 μέρες θα είμαι δίπλα του. Μπορεί κάποιος να μου πει γιατί; Τι παιχνίδι παίζει η μοίρα μαζί μου; «Πόσες μέρες θα κάτσετε;;» ρώτησε ο Κλέυτον. Και οι τρεις τους συνέχισαν να μιλάνε. Η νύχτα πέρασε γρήγορα. Και ο ήλιος ξανά βγήκε. Από εδώ και πέρα λοιπόν θα έχω να τα βγάλω πέρα με τον Τζο. Και εκτός από το ότι δεν με θυμάται θα πρέπει να τον αντιμετωπίζω κάθε μέρα για τρεις μέρες.

* * *

Έτοιμο και το 2ο κεφάλαιο. Ελπίζω να σας άρεσε και αυτό το κεφάλαιο. Comment and Vote. Το επόμενο θα μπει σε μία εβδομάδα. Ευχαριστώ πολύ <3 <3 <3 <3

8 χρόνια μετά...Where stories live. Discover now