00。

66 6 49
                                    

00. | ΜIA ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

[ 8 χρόνια μπροστά ]

Καθώς η κάθε μέρα διαδεχόταν την προηγούμενη, η διαδρομή από την παραλία Μίντλαντ μέχρι το Πορτ Ρίτσμοντ φάνταζε όλο μεγαλύτερη και πιο κουραστική. Πάντοτε θα συνέβαινε κάτι μικρό που θα μετέτρεπε το ταξίδι του από τη μία άκρη του νησιού στην άλλη, μέχρι το πατρικό του, σε εφιάλτη. Είτε θα ήταν ένα ζευγάρι εφήβων που στην ανάγκη να ξεκλέψουν χρόνο μαζί και να απολαύσουν ο ένας την παρέα του άλλου, θα παρέτειναν την παραμονή τους στο καφέ "Σάνσετ" ακόμη και αν το χαρτάκι με το ωράριο που ήταν κολλημένο στην πόρτα της εισόδου έλεγε ξεκάθαρα πως το μαγαζί κατέβαζε ρολά στις εννέα και μισή. Ωστόσο δεν του πήγαινε η καρδιά να τους ζητήσει να φύγουν όταν τον παρακαλούσαν να τους φέρει μία ακόμη κούπα τσαγιού ή ένα πιάτο με γλυκό ημέρας.

Ένα κομμάτι του εαυτού του έμπαινε στον πειρασμό να τους προτείνει να συνεχίσουν το ραντεβού τους στην παραλία, ή να πάνε να φασωθούν στο άδειο πάρκινγκ πίσω από το ασιατικό παντοπωλείο, ή τέλος πάντων να πάνε στο διάολο και να τον αφήσουν στην ησυχία του να πλύνει τα πιάτα, να καθαρίσει τα τραπέζια, να βάλει τα ελάχιστα κομμάτια γλυκού που περίσσεψαν στο ψυγείο (ή διακριτικά να κλέψει μερικά για τη μαμά του, τη Τζουν και τον Άξελ), να κλειδώσει και να λήξει το μαρτύριο του. Όμως μετά το βλέμμα του θα έπεφτε στους πίνακες που στόλιζαν τους μπλε παστέλ τοίχους που είχε ζωγραφίσει εκείνη, στο άδειο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο που συνήθιζε να πίνει το τσάι της, στη θέα της χειμερινής θάλασσας με τα φουρτουνιασμένα κύματα να χτυπούν μανιασμένα την αμμουδιά, εκεί που κάποτε άφηναν τα αποτυπώματα από τα βήματα τους με γυμνά πόδια πριν τα σβήσει το νερό.

Η μικρή γωνιακή καφετέρια είχε υπάρξει ένας ύμνος στη δική τους εφηβεία - δεν άντεχε να το στερήσει αυτό από το νεαρό ζευγάρι. Έτσι επιστράτευε την υπομονή του και τα απομεινάρια της καλής του διάθεσης και τους κερνούσε τσάι με μπλε φρούτα και ένα κομμάτι τσίζκεϊκ μπανόφι.

Όταν πλέον θα αποφάσιζαν πως ήταν αργά και έπρεπε να γυρίσουν στις οικογένειες τους - αν και ο έρωτας δεν γνωρίζει από ωράρια (εκείνος το γνώριζε καλύτερα από όλους - όταν έμπαινε μετά τα μεσάνυχτα στο δωμάτιο της από το παράθυρο, κάποια μακρινά βράδια του Αυγούστου) θα έκανε όλες τις αγγαρείες που του άφησε η Σόρα. Οι οδηγίες της ήταν απλές αλλά αρκετά λεπτομερείς όταν του εμπιστεύτηκε το μαγαζί για όσο θα διαρκούσε το επ' αόριστων ταξίδι της στην Ιαπωνία για να βοηθήσει στη μετακόμιση των γονιών της σε ένα σπίτι στην ύπαιθρο. Παρά τη διαφορά ώρας του έστελνε μήνυμα κάθε μέρα ζητώντας όλες τις λεπτομέρειες για την εξέλιξη της ημέρας στο μαγαζί, μερικές φορές μάλιστα του έλεγε να στείλει φωτογραφίες από τα ροφήματα και τα γλυκά. Με άλλα λόγια δεν μπορούσε να γλιτώσει. Φυσικά, η ταλαιπωρία του δεν έληγε εκεί. Θα έπρεπε να περπατήσει για ένα τέταρτο μέσα στο αλύχτισμα του ψυχρού ανέμου, κάτω από τις μισοσπασμένες λάμπες, με τις νιφάδες χιονιού να μουσκεύουν τα μαλλιά του. Μακάρι να είχε προνοήσει να πάρει σκούφο και κασκόλ νωρίτερα το ίδιο πρωινό. Μετά θα περίμενε στη στάση, χαζεύοντας την αρμονία της χειμερινής νύχτας. Θα χανόταν στο χρώμα του ουρανού που του θύμιζε τα μάτια της. Αυτές οι ροζ νότες πάνω σε μπλε μπογιά - ένας βιολετί καμβάς καθώς το φως του φεγγαριού και των αστεριών διαχέεται στους κρυστάλλους πάγου στα σύννεφα.

Infinity ∞Donde viven las historias. Descúbrelo ahora