Δέκατο κεφάλαιο: Η διαφυγή

603 40 3
                                    

Μια εβδομάδα περίπου μετά την ήττα των Ελλήνων, ο Σπύρος αποφάσισε να δραπετεύσει από το τάγμα εργασίας. Θα έφευγε με άλλους τρεις άνδρες το βράδυ.
Μόλις νύχτωσε τον ειδοποίησαν με σφύριγμα να ετοιμαστεί. Ο Σπύρος έδεσε σε ένα πανί λίγο ξερό ψωμί και πήρε μαζί του μια τρύπια μπλούζα. Έφυγαν όλοι μαζί και σε πέντε ημέρες ατέλειωτης πεζοπορίας, έφτασαν στο λιμάνι. Τότε χωρίστηκαν και πήρε ο καθένας το δρόμο του.
Ο Σπύρος αποφάσισε να γυρίσει σπίτι του. Όταν μπήκε μέσα, η οικογένεια ετοίμαζε τα πράγματά της για να φύγουν. Μόλις τον αναγνώρισε η Κατίνα έτρεξε να τον αγκαλιάσει κλαίγοντας. Το ίδιο έκανε κι ο Φώτης με τη Λωξάντρα. Τότε η Κατίνα ρώτησε το Σπύρο
- Πού είναι ο Λιάκος;
- Τα νέα δεν είναι καλά... Ο Λιάκος πέθανε.
- Πώς; Γιατί; Τι έγινε; ρωτούσε η Κατίνα με κόκκινα από το κλάμα μάτια.
- Αυτοκτόνησε° αυτή η λέξη έκανε την Κατίνα να λυποθημήσει.
Όταν συνήλθε το μόνο που ρωτούσε ήταν για τον Ηλία.
- Ηρέμησε πρώτα και μετά θα τα μάθεις όλα.
- Όχι, τώρα θέλω να τα μάθω.
- Όπως νομίζεις... Και της διηγήθηκε όλη την ιστορία όπως την άκουσε κι ο ίδιος από εκείνους τους άνδρες.
Η μητέρα άρχισε να θρηνεί λέγοντας: << Τι πήγες κι έκανες Λιάκο μου... Δε με σκέφτηκες εμενα; >>.
Πέρασε λίγη ώρα και η οικογένεια έπρεπε να φύγει. Πήραν μαζί τους όσα πράγματα μπορούσαν και κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι. Επιβιβάστηκαν και λίγο αργότερα ξεκίνησαν το ταξίδι τους με πολύ άσχημα συναισθήματα. Άφηναν πίσω τους ένα σπίτι κλειδωμένο, με την ελπίδα ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν. Αλλά κυρίως άφηναν ένα μέλος της οικογένειάς τους...

Το μαρτύριο μιας οικογένειαςOnde histórias criam vida. Descubra agora