Τέταρτο κεφάλαιο: Οικογενειακή (;) συζήτηση

1.1K 47 1
                                    

Μια μέρα γύρισε σπίτι πολύ κουρασμένος. Η μαγείρισσα που έχουν στο σπίτι του έβαλε να φάει. Εκείνη τη στιγμή γύρισε η γυναίκα του από τη βόλτα της και της είπε τα νέα της ημέρας.
- Σήμερα, Κατίνα, έβγαλα πολλά λεφτά. Πούλησα πολλά προϊόντα σε Τούρκους.
- Ωραία, γιατί χρειάζομαι χρήματα για ψώνια.
- Πόσα θες;
- Ε... να βρε άνθρωπέ μου, πρέπει να πληρώσω το Παρθεναγωγείο της Λωξάντρας, τους δασκάλους που κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα στον Ηλία, να αγοράσω καινούργια υφάσματα που θα 'ρθουν απ' το Παρίσι κι αυτό το Σάββατο θέλω να πάω βόλτα στην προκυμαία με τις φίλες μου!
- Καλά, καλά. Σου φτάνουν αυτά;
- Θέλουμε να φάμε και κανένα γλυκό εκεί που θα πάμε βόλτα!...
- Κι εγώ θέλω να πάω στο καφενείο! Τέλος πάντων. Πάρε κι αυτά για την ώρα και βλέπουμε. Ααα! Έμαθες ότι τώρα πια με τα τον πόλεμο τη διοίκηση της Σμύρνης θα αναλάβει η Ελλάδα;
- Κάτι άκουσα.
-Πιστεύω να ευνοηθούμε πολύ με αυτό το γεγονός.
- Ίσως.
- Τι ίσως; Ανακοίνωσαν ότι μετά από πέντε χρόνια διοίκησης θα γίνει δημοψήφισμα για το ποιον θέλουμε να μας κυβερνάει. Και δεν είναι φανερό; Με το 80% του πληθυσμού να είμαστε Έλληνες, ποιοι θα μας κυβερνήσουν, οι Τούρκοι;
- Μην τα βλέπεις όλα τόσο ρόδινα! είπε ο Ηλίας που εκείνη τη στιγμή έμπαινε μέσα.

Το μαρτύριο μιας οικογένειαςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang