Η ΜΑΓΙΣΣΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

209 25 14
                                    

Ψάχνοντας την αλήθεια 

Στις δέκα το βράδυ ξεκινήσαμε για την πόλη. Σε ολόκληρη την διαδρομή, δεν μίλησε κανείς από τους δύο. Από το ύφος του, όσο μπορούσα να διακρίνω από το αχνό φως των προβολέων του αυτοκινήτου, καταλάβαινα πως ήταν σκεπτικός. Τα μάτια του ήταν σχεδόν μαύρα και τα χείλη του σουφρωμένα, μορφάζοντας με τις σκέψεις του.

Γύρισα το κεφάλι μου προς το παράθυρο του αυτοκινήτου και κοίταξα τον ουρανό. Μαύρα σύννεφα έκαναν τον ουρανό να δείχνει σκοτεινότερος. Μύριζα στο αέρα που έμπαινε από τα παράθυρα, το άρωμα του βρεγμένου χώματος. Κάπου έβρεχε και ήμουν σίγουρη ότι θα έβρεχε και στην πόλη, σύντομα.

Το μυαλό μου αν και προσπαθούσα να το κρατήσω άδειο από κάθε είδους σκέψη, πετούσε διαρκώς στα γεγονότα που είχαν συμβεί τις προηγούμενες ώρες και σε αυτά που επρόκειτο να συμβούν.

Σε όλες τις σκέψεις μου, είτε αφορούσαν τον Κίαν είτε τον Πωλ, υπήρχε κάτι κοινό το οποίο δεν μπορούσα να διακρίνω. Έμοιαζε περισσότερο με διαίσθηση. Κάτι που έμοιαζε παράταιρο αλλά και τόσο κοινό, που μου προκαλούσε εκνευρισμό.

Κάτι που είχε πει ο Άλεξ στην τελευταία μας συζήτηση, γυρνούσε στο μυαλό μου. Το Γκουλ, για άγνωστους σε εμάς λόγους, αναζητούσε κάτι. Ενώ ήταν πλάσμα που τρέφεται αποκλειστικά με πτώματα δεν είχε γίνει ποτέ λόγος για πτωματοφαγεία.

Η εικόνα του Γκουλ στο νεκροταφείο που έβγαζε το πτώμα από τον τάφο και ο ήχος των οστών που σπάνε με έκανε να ανατριχιάσω.

Σκεπτόμενη όλων αυτών, ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό μου. Αυτό το είχαν κάνει και στον Πωλ. Ένα από αυτά τα βρομερά πλάσματα, είχε βεβηλώσει τον τάφο του αδερφού μου. Ένιωσα τον θυμό να φουντώνει μέσα μου. Θύμωνα με τα Γκουλ. Θύμωνα με τον Κίαν. Θύμωνα με τους γονείς μου. Ειδικά με τους τελευταίους ήμουν έξαλλη. Αν μου το είχαν πει νωρίτερα, θα είχα ψάξει. Θα είχα μάθει ποιος το είχε κάνει. Και δεν θα θύμωνα τώρα μαζί τους. Ήξερα πως η οργή μου ήταν παράλογη. Εκείνοι, ότι έκαναν το έκαναν να με προστατέψουν.

Έκλεισα τα μάτια μου και έβγαλα τον αέρα από τα πνευμόνια μου όσο πιο αργά μπορούσα. Ένιωθα τον πανικό να με καταβάλει, αλλά προσπάθησα να κρατήσω το πρόσωπο μου ήρεμο για να μην καταλάβει τίποτα ο Άλεξ.

Λίγα λεπτά αργότερα είχαμε φτάσει έξω από την πολυκατοικία του Κίαν. Είχαμε συμφωνήσει με τον Άλεξ, πως θα περνούσαμε πρώτα από το σπίτι του και στην περίπτωση που δεν ήταν εκεί θα μπαίναμε μέσα.

Η ΜΑΓΙΣΣΑWhere stories live. Discover now