Πάλι την πονούσε το κεφάλι της. Αυτοί οι δυνατοί και απότομοι πόνοι της άφηναν ημικρανίες. Καληνύχτισε νωρίς τον Θύμιο και πήγαινε να ξαπλώσει. Τα φώτα την ενοχλούσαν αφόρητα. Τα έκλεισε και άναψε δύο κεριά για να μπορέσει να ετοιμαστεί. Εβγαλε το μαύρο της φόρεμα και τα παπούτσια της. Απελευθερώθηκε από τον στηθόδεσμο της, φόρεσε με γρήγορες κινήσεις το λευκό σατέν νυχτικό και τη ρόμπα της.Έσβησε το ένα κερί και ακούμπησε τα άλλο στο κομοδίνο της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και ακούμπησε στο κεφάλι στο μαλακό μαξιλάρι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της από τα προβλήματα. Έκλεισε τα μάτια.
Τους έβγαλε όλους από τη σκέψη της, όλους εκτός από έναν. Αυτός δεν μπορούσε να βγει από μέσα της ακόμα και να το ήθελε. Δεν μπόρεσε να τον βρει στο τηλεφώνο για την καθιερωμένη καληνύχτα τους. Ήξερε πως ήταν χθες στον αρραβώνα της Ρηνιώς και του Νικόλα, της το είπε το πρωί αλλά δεν μπορούσε να μην ανησυχεί. Πάντα καρδιοχτυπά για 'κείνον, ειδικά τώρα που δεν μπορεί να κάνει τίποτα κλεισμένη μέσα στο σπίτι και τόσο μακριά του.
Αναστέναξε. Της έλειπε τόσο πολύ. Δεν άντεξε άλλο μακριά του. Δεν του το έλεγε όμως. Δεν ήθελε να τον βάλει σε κίνδυνο ούτε να τον κάνει να νιώσει άσχημα που δεν μπορεί να είναι κοντά της. Προς το παρόν της ήταν αρκετό να τον ακούει από το τηλέφωνο. Έτσι κι αλλιώς το είχε πάρει απόφαση πως η ζωή της δεν είχε γραμμένη τη λέξη ευτυχία. Μόνο στιγμές.
Και τι δεν θα έδινε για μια ανάσα, μια στιγμή ευτυχίας τώρα.
...
Μπήκε μέσα αναστατωμένος και όταν είδε τον Θύμιο μόνο του κόντεψε να σταματήσει η καρδιά του. Βέβαια ανάσανε όταν ο Θύμιος του εξήγησε πως είχαν πάει μια βόλτα και η Μαριέτα κοιμόταν στο δωμάτιο της. Δεν την πρόλαβε ξύπνια. Μόνο μια νύχτα θα έμενε και μετά έπρεπε να γυρίσει πίσω στη Μεσσίνη. Δεν ήθελε να κινήσει υποψίες με την απουσία του και να τα διαλύσει όλα τώρα. Τουλάχιστον θα έβλεπε για λίγο τη γυναίκα του.
Τη γυναίκα του. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει πως, μετά από τόσα χρόνια, η Μαριέτα ήταν επιτέλους γυναίκα του. Μπορεί να μην μπορούσαν να το ζήσουν όπως θα ήθελαν ή όπως τους άξιζε, αλλά δεν έπαυε να είναι γυναίκα του. Είχε μάθει πια, μετά από τόσα χρόνια, να επιβιώνει με τις λίγες στιγμές ευτυχίας που τους έδινε η ζωή.
Πήγε προς το δωμάτιο και άνοιξε όσο πιο αθόρυβα την πόρτα, για να μην την ξυπνήσει. Του αρκούσε να κοιμηθεί κοντά της, να την κρατάει στην αγκαλιά του για αυτές της λίγες ώρες και να ξυπνούσαν μαζί το πρωί.