«Ποια είσαι εσύ;» Της φώναξε «Εγώ εσένα δεν σε ξέρω!» Ηταν εκτός εαυτού.
Η Μαριέτα δεν μπορούσε να πιστέψει τι γινόταν. Νόμιζε πως ήταν όνειρο. Όνειρο γεμάτο μαχαιριές από τα χείλη που λάτρευε.
«Αν είναι αλήθεια αυτά που λέει εσύ δεν είσαι άνθρωπος! Είσαι ένα κτήνος! Χωρίς καρδιά! Χωρίς ψυχή!» Συνέχισε να της φωνάζει και η ανάσα της κόπηκε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
«Μακάρι να είχα πεθάνει στη φυλακή να μην ξαναβρισκόσουνα μπροστά μου!»
Εφιάλτης ήταν, σίγουρα ήταν ένα κακό όνειρο. Δεν μπορεί να τον άκουγε να της μιλάει έτσι. Έπρεπε να σιγουρευτεί πως ήταν εφιάλτης.
Έκανε να τον αγγίξει. Έπρεπε να σιγουρευτεί. Εφιάλτης ήταν.«Μη μ' ακουμπάς!» Της φώναξε ξανά και μάζεψε το χέρι της. Δεν ήταν τελικά εφιάλτης. Τα μάτια γέμισαν δάκρυα και έγιναν καθρέφτη.
Δεν μπορεί ο Στέφανος να της μιλούσε έτσι.
«Μη μ' ακουμπάς! Κτήνος!» Τα μάτια του την κοίταξαν για τελευταία φορά πριν φύγει σχεδόν τρέχοντας από κοντά της.
Ενιωθε την καρδιά της μουδιασμένη. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Ο άντρας που αγάπησε με όλο της το είναι θεωρούσε πως είναι ένα κτήνος. Η νύφη της έφυγε. Κοίταξε τον ευτόνως της στον καθρέφτη. Πως είχε γίνει έτσι; Δεν αναγνώριζε πια τη Μαριέτα. Έβλεπε μόνο την κυρία Δεμερτζή. Είχε προξενήσει τόσο πόνο. Σε όλους. Τώρα και στον Στέφανο.
Έβγαλε το λευκό καπελάκι, χάλασε τα μαλλιά της και σκούπισε τα χείλη της από το κόκκινο κραγιόν της. Έβγαλε τις γόβες και τα γαντάκια της. Κοίταξε το δαχτυλίδι της. Το δαχτυλίδι με την πράσινη λαμπερή πέτρα που της έδωσε ο Στέφανος όταν της ζήτησε με τόση λαχτάρα να τον παντρευτεί.
Καθόταν στον καναπέ και τα μάτια της είχαν καρφωθεί στο τραπέζι βυθισμένη στης σκέψεις της. Ένιωσε την Γεωργία να της βάζει μια εσάρπα στους ώμους. Την τύλιξε γύρω της και την έσφιξε.
Μπροστά της είχε ένα ανέγγιχτο φλιτζάνι τσάι.
«Κυρία πιείτε λίγο τσάι, θα σας κάνει καλό.» Είπε το κορίτσι και κάθησε δίπλα της
«Ναι. Ναι θα πιω. Αργότερα.» Είπε ασυναίσθητα.
«Τελείωσε Γεωργία. Με μίσησε. Τελείωσαν όλα πια.» Πάλι δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια της. «Νιώθω την καρδιά μου μουδιασμένη.»
Έκλεισε τα μάτια της και έπεσε πίσω στον καναπέ.
Τα δάκρυα που πάλευε να κρατήσει εδώ και ώρα κύλισαν από τα μάτια της.