Έτρεχε τόσο πολύ με το αμάξι που δεν κατάλαβε πόση ώρα έκανε να φτάσει στο Κιάρι. Μπορεί και πέντε λεπτά, μπορεί και τρία.
Χτυπούσε την πόρτα του αρχοντικού σαν τρελός. Φώναζε και ξεσήκωσε όλο το σπίτι.
«Ανοίξτε μου! Σας παρακαλώ ανοίξτε μου!» Φώναζε «Μαριέτα! Μαριέτα!»
Πάνω στο δωμάτιο η Μαριέτα είχε αρχίσει να νιώθει τις αισθήσεις της να την εγκαταλείπουν. Άκουγε τη φωνή του Στέφανου και απλά έκλεισε τα μάτια χαμογελώντας, σαν να ήταν μια παραίσθηση.
...
Ο Ιάσωνας κατάλαβε ότι ήταν ο Παράσχος και από τα νεύρα του πήρε το όπλο, άνοιξε την πόρτα και τον σημάδεψε.
«Τι θες στο σπίτι μου ρε μέσα στην άγρια νύχτα;» Είπε ύφος θυμωμένος.
«Ιάσωνα πρέπει να να δω αν είναι εδώ η μητέρα σου. Δεν έχουμε χρόνο.» Έκανε αν περάσει και ο νεαρός άντρας τον έσπρωξε.
«Δεν έχεις να πας πουθενά! Να μείνεις μακριά της, μ' ακους!» Φώναξε.
«Ιάσωνα άκουσε με! Είμασταν μαζί πριν από λίγο. Μου έδωσε αυτό το γράμμα.» Είπε και έβγαλε από τη τσέπη του τον φάκελο. «Λέει πως θέλει να δώσει ένα τέλος. Φοβάμαι για το χειρότερο Ιάσωνα. Άσε με ν' ανέβω πάνω!»
Όντως η μητέρα του δεν ήταν καλά αυτές τις μέρες. Αλλά ήταν τόσο θυμωμένος που δεν έβλεπε καθαρά. Παραμέρισε να περάσει ο Στέφανος. «Έλα πάνω.» Είπε απλά και έτρεξαν μαζί στο δωμάτιο της Μαριέτας.
Μπαίνοντας μέσα την είδαν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, είχε χάσει της αισθήσεις της. Ο Στέφανος γονάτισε πάνω στο κρεβάτι δίπλα της και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Με το άλλο του χέρι έπιασε το χλωμό πρόσωπο της.
«Μαριέτα, αγάπη μου, μ' ακούς;» Τη ρώτησε και είδε ένα απαλό χαμόγελο στα χείλη της, ένα πετάρισμα των βλεφάρων.
«Στέφανε;» Κούνησε ελαφρώς τα φρύδια της προσπαθώντας να τα σουφρώσει αλλά έκλεισε πάλι τα μάτια.
Πρόλαβαν έστω και για λίγο. «Ιάσωνα βοήθησε με, πρέπει να κάνει εμετό τώρα!»
Ο Ιάσωνας μέχρι τότε απλά στέκονταν και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε. Η μάνα του, το μόνο του στήριγμα, πήγε να δώσει τέλος στη ζωή της!
«Ιάσωνα! Δεν έχουμε χρόνο!» Του ξαναφώναξε ο Στέφανος. «Κάτσε στο κρεβάτι!»
Ο νεαρός Δεμερτζής ήξερε πως έπρεπε να ακολουθήσει τις οδηγίες του Στέφανου για αν βοηθήσει η μητέρα του. Έτσι έκανε λοιπόν. Κάθησε και ο Στέφανος ακούμπησε τη Μαριέτα προσεκτικά στα χέρια του γιου της.