Ας ερχόσουν για λίγο...

538 20 0
                                    

Καθόταν στην πολυθρόνα της στο νέο της σαλόνι. Μόλις είχαν επιστρέψει από το τραπέζι του γάμου τους. Ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Φορούσε το λευκό ,μακρύ της νυχτικό με τη δαντέλα να στολίζει το βε του στήθους της, δεν φόρεσε την ασορτί ρόμπα. Γιατί να την φορέσει; Ήταν στο σπίτι της με τον άντρα της, μόνοι τους.

Είχε στο χέρι της ένα ποτήρι κρασί και το κεφάλι γερμένο πίσω. Τα μάτια κλειστά και ο φόβος πίσω τους. Αν τα ανοίξει θα είναι ακόμα το όνειρο αληθινό; Θα είναι ακόμα η πιο ευτυχισμένη γυναίκα ή θα γίνει πάλι εκείνο το δυστυχισμένο πλάσμα με την μαραζωμένη καρδιά;
Άκουσε το πικάπ να τρίζει και μια γνωστή μελωδία. Χαμογέλασε με τα μάτια της ακόμα κλειστά. Αυτός ο αλήτης ο Αττίκ! Πάντα η μουσική και οι στοίχοι του την χτυπούσαν αμέσως στην καρδιά.

Ο Στέφανος φορούσε ακόμα του παντελόνι και το λευκό του πουκάμισο του, λίγα κουμπιά ανοιχτά πια και τα μανίκια μαζεμένα. Πήρε το ποτήρι του και την πλησίασε. Γονάτισε μπροστά της και άφησε το ποτήρι του στο πάτωμα δίπλα στην πολυθρόνα. Η Μαριέτα δεν άνοιξε τα μάτια της, παρέμενε ατάραχη, απλά ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της.

Ο Στέφανος σήκωσε απαλά το νυχτικό της και χάιδεψε τα πόδια της. Συνέχισε το ταξίδι του στους μηρούς της μέχρι που έφτασε στους γοφούς της και τα σταμάτησε εκεί για να ξεκουραστούν. Την αγκάλιαζε σχεδόν ολόκληρη από τη μέση και κάτω. Άνοιξε τα πόδια της για να τον φέρει πιο κοντά της. Ηταν τόσο μικροσκοπική μπροστά σε εκείνον που με αυτής της την κίνηση ο Στέφανος ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της και εκείνη , με το ελεύθερο της χέρι του χάιδευε τα μαλλιά.

Άκουγε τον χτύπο της καρδιάς της και ηρεμούσε. Μετά από όλα όσα πέρασαν τον τελευταίο καιρό, πολύ συχνά έκανε αυτή την κίνηση. Η Μαριέτα τον είχε καταλάβει και δεν την ενοχλούσε καθόλου, και εκείνη το έκανε άλλωστε.

«Ας ερχόσουν για λίγο μονάχα για ένα βράδυ...Να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι...» του σιγοτραγούδησε «...Και στα δυό σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά. Ας ερχόσουν για λίγο και ας χανόσουν μετά...» τον έσφιξε πάνω της καθώς οι μνήμες εισέβαλαν στο μυαλό της και της έφεραν δάκρυα στα μάτια.

«Αυτός ο αλήτης ο Αττίκ.» Του είπε και από τα μάτια της έτρεξαν δυο δάκρυα. «Νύχτες ολόκληρες άκουγα αυτό το τραγούδι και μόνο εσένα είχα στο μυαλό μου. Ηταν σαν καρφιά στην καρδιά μου όλα του τα λόγια.» Σήκωσε το κεφάλι του από το στήθος της και της έδωσε ένα φιλί πάνω στην καρδιά. Του χαμογέλασε άχνα και εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και βρήκε το δικό της. «Για χρόνια παρακαλούσα το Θεό να έρθεις να με πάρεις. Να με κλέψεις και να φύγουμε. Η τελευταία φορά που άκουσα αυτό το τραγούδι ήταν τη νύχτα που έμαθα ότι παντρεύτηκες.» Του είπε και μόνο με τη σκέψεις, για λίγο, κόπηκε η ανάσα της δεν είχε πονέσει ποτέ άλλοτε τόσο πολύ...

SM OneshotsDonde viven las historias. Descúbrelo ahora