Κεφάλαιο 19ο

7.4K 663 25
                                    

Κάθομαι σαν μούμια στον καναπέ και τον περιμένω. Έχουν περάσει αρκετές ώρες από την στιγμή που έφυγε και αρχίζω να ανησυχώ. Σκέφτομαι να τον πάρω τηλεφώνο για να σιγουρευτώ οτι είναι καλά, όμως θέλω να του πω κάποια πράγματα κατά πρόσωπο και όχι δια μιας συσκευής. Ο φόβος μου υπερνικάει και ψάχνω μανιωδώς το κινητό μου μέσα στον χαμό της τσάντας μου. Όταν επιτέλους το κρατώ στα χέρια μου ακούω τον χαρακτηριστικό ήχο των κλειδιών να ξεκλειδώνουν την πόρτα και πετάγομαι όρθια. Μόλις μπαίνει μέσα δεν στραβοπατεί, οπότε αυτό είναι καλό σημάδι. Αυτό όμως που μου τράβηξε την προσοχή είναι το μωβ σημαδάκι στον λαιμό του. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, ήδη βρίσκομαι μπροστά του και τον χαστουκίζω δυνατά, κάτι που γνωρίζω καλά πως έχω ξανά κάνει πολλαπλές φορές στο παρελθόν.

"Τι στο διάολο;" φωνάζει και πιάνει το κόκκινο μάγουλό του. Παρατηρώ ότι στο πρόσωπό του έχει σχηματιστεί μια παλάμη από το χαστούκι μου και και ικανοποιούμαι με το έργο μου. Αρχίζω να τον χτυπάω με σφιχτές τις γροθιές μου στο στήθος, αραδιάζοντας ένα σωρό βρισιές. Προσπαθεί να μου πιάσει τα χέρια για να με σταματήσει αλλά κάθε φορά γίνομαι και πιο γρήγορη και τον αποφεύγω.

"Δεν ντρέπεσαι να μου εξομολογείσαι όλα αυτά τα πράγματα και ύστερα να πηγαίνεις στην γκόμενα;" τσιρίζω και απομακρύνομαι αρκετά ώστε να μην νιώθω αυτήν την μαγνητική έλξη που πάντα με διαπερνά όταν βρίσκομαι κοντά του. Μένει σιωπηλός και ξεφυσά.

"Δεν ανταποκρίθηκες σε κάποιο από τα λόγια μου. Υπέθεσα ότι δεν με θέλεις πια." λέει στερνά και κουνώ πέρα δώθε το κεφάλι μου.

"Ξεροκέφαλε μαλάκα!" φωνάζω και κλείνω στις χούφτες μου το πρόσωπό μου.

"Υπέθεσες λάθος!" φωνάζω και κάνω κίνηση να φύγω αλλά με τραβά από τον αγκώνα προς το μέρος του ώστε να τον αντικρίζω.

"Τι εννοείς με το υπέθεσες λάθος; Μίλα Κλεονίκη!" φωνάζει αλλά τον αγνοώ. Δεν πρόκειται να του πω τίποτα. Όταν καταλαβαίνει ότι δεν έχω σκοπό να μιλήσω με ελευθερώνει από την λαβή του και με κοιτά πονεμένος.

"Τι σκατά ζητάς από εμένα;" ρωτά σιγανά και ταρακουνιέμαι. Εσένα, θέλω να φωνάξω αλλά συγκρατούμαι.

"Γιατί πήγες στην Κλεοπάτρα Άρη;" αγνοώ την ερώτησή του και θέτω μία εγώ.

"Δεν νομίζω πως σε αφορά." μου επιτίθεται και πιέζω τα χείλη μου σε μια ευθεία γραμμή.

"Πώς περιμένεις να πιστέψω όλα αυτά που ισχυρίζεσαι όταν λίγες ώρες αργότερα επιστρέφεις φρεσκοπηδημένος;" δάκρυα μαζεύονται στα μάτια μου και απλά τα σκουπίζω με την παλάμη μου πρωτού καν προλάβουν να τρέξουν. Αρκετά έκλαψα. Φτάνει.

Σε προκαλώDonde viven las historias. Descúbrelo ahora