Στην αρχή ένας κρότος. Και μετά πόνος να του σκίζει τα σωθικά. Πέφτει στο σκληρό χώμα και το μόνο που καταφέρνει να ψελίσει πριν κλείσουν τα μάτια του είναι «έρχομαι κορίτσι μου». Μετά όλα σκοτεινιάζουν.
Ανοίγει τα μάτια του. Καταγάλανος ουρανός γύρω του με το γρασίδι να του γαργαλάει το πρόσωπο. Στηρίζεται στους ώμους του περιμένοντας το τσούξιμο από την πληγή που τον έριξε στο έδαφος αλλά δεν έρχεται.
«Τι;» Ρωτάει και αυτόματα το χέρι του πάει στην καρδιά του, στο σημείο που ήξερε ότι τον πέτυχε η σφαίρα. Αλλά δεν αιμορραγεί, δεν υπάρχει καν τρύπα εκεί. Ήταν σίγουρος. Είδε την σφαίρα να τον χτυπάει, ένιωσε τον πόνο, τον σωματικό γιατί ψυχικά είχε σταματήσει χρόνια τώρα να νιώθει πράγματα με δυο μοναδικές εξαιρέσεις.
Σηκώνεται από το έδαφος σιγά σιγά κοιτώντας γύρω του. Ανθισμένα δέντρα, άλλα με λουλούδια, άλλα με ροδιά γεμάτα. Όσο πάει μπερδεύεται και περισσότερο. Δεν θα έπρεπε να έχει ηρεμία γύρω του αλλά τραυματισμένους και σκοτωμένους άντρες. Ο ίδιος θα έπρεπε να είναι νεκρός.
Και τότε το βλέμμα του πέφτει σε κάτι πολύ γνώριμο. Ένα μικρό σπίτι, το μόνο μέρος που γνώρισε ποτέ την πραγματική ηρεμία και ευτυχία. Το κοτέτσι δίπλα με την πόρτα ανοιχτή λες και το περίμενε, λες και περίμενε την Θεοφανω του να μαζέψει τα αυγά.
Προχωράει αργά αλλά σταθερά προς τα εκεί. Και την βλέπει να βγαίνει σκυφτή από την πόρτα. Μένει ακίνητος να την κοιτάει ενώ αυτή μόλις τον βλέπει χαμογελάει.
«Σε περίμενα.» Του λέει γλυκά. Αφήνει το καλάθι που κρατούσε στο χέρι της και κλείνει την πόρτα πίσω της. Μια κίνηση τόσο συνηθισμένη από όταν έμεναν εκεί που φαινόταν απόλυτα φυσιολογική. Φορούσε το ίδιο φόρεμα με αυτό στο όραμα. Για άλλη μια φορά ένιωσε την ανάσα του να κόβεται βλέποντας την.
«Προσπάθησα να αποτρέψω πολλές σφαίρες από το να σε χτυπήσουν αλλά αυτήν την φορά δεν τα κατάφερα.» Συνεχίζει.
Είχε τόσα χρόνια να ακούσει την φωνή της. Λένε ότι είναι από τα πρώτα πράγματα που ξεχνάς όταν χάνεις κάποιον αλλά αυτός ακόμα θυμούνταν. Τα πάντα.«Πως...;» Ρωτάει μην πιστεύοντας ότι την βλέπει. Η κοπέλα κλείνει την απόσταση μεταξύ τους μέχρι να τους χωρίζει μόλις ένα βήμα.
«Λαβώθηκες. Σφαίρα στην καρδιά.»
«Αυτό το ξέρω Θεοφανω. Πως βρέθηκα εδώ; Πως βρέθηκες εσύ εδώ; Τι είναι εδώ;» Δεν τολμάει να την πλησιάσει, φοβάται ότι είναι όραμα ή όνειρο και μόλις την ακουμπήσει θα χαθεί.
«Σε περίμενα.» Επαναλαμβάνει. «Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα γίνει... Και ήξερα ότι θα με βρεις. Αυτό...» λέει και δείχνει με τα χέρια της γύρω της «... είναι ας πούμε ένα μόνιμο όραμα.»
«Δηλαδή... είναι αληθινό;» Ρωτάει με φωνή που σπάει μην πιστεύοντας το και κάνει ένα θαρραλέο βήμα. Χέρια τρεμάμενα ακουμπάνε τους ώμους της. Μπλέκονται στα μακριά μαλλιά της.
«Αυτό είναι το όνειρο μας αγαπη μου. Και εδώ δεν μπορεί να μας βρει κανένας.» Του λέει. Και τον φιλάει απαλά στα χείλη. Ο Αντρέι αφήνει την ανάσα που κρατούσε.
«Αλήθεια...» ψιθυρίζει. Η αγκαλιά του, η καρδιά του, η ψυχή του για πρώτη φορά μετά από χρόνια γεμίζουν πάλι.
«Ναι καρδιά μου. Η μόνη αλήθεια από εδώ και πέρα.» Την αρπάζει και την σφίγγει στην αγκαλιά του με την Θεοφανω να γελάει και να κρύβει το κεφάλι της στον λαιμό του.
«Ξέρω ότι έχεις απορίες και θα στις λύσω όλες αλλά πρώτα πρέπει να δεις κάτι.» Τον παίρνει από το χέρι και ξαφνικά το περιβάλλον γύρω τους αλλάζει. Και μπροστά τους βρίσκονται δυο τάφοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, με τα ονόματα τους γραμμένα.
«Έκαναν αυτό που ήθελες.» Του λέει και το χέρι του σφίγγει το δικό της.
Στιγμές αργότερα εμφανίζεται ο μικρός με δυο κυκλάμινα στα χέρια του και την Ρηνιώ να περπατάει από πίσω του.
«Εδώ είναι αγόρι μου.» Του λέει.
«Το ξέρω θεία.» Απαντάει ο μικρός και χαμογελάει στο σημείο που στέκονται ο Αντρέι με την Θεοφανω αγκαλιασμένοι.
YOU ARE READING
Πως ΘΑ μπορούσε να είναι
FanfictionΜια μάγισσα και ένας ορθολογιστής, τι μπορεί να πάει στραβά; Au ή και όχι ιστορίες για Θεοφανώ/Αντρέι. Bonus ιστορία "η μάγισσα και ο ξένος"