Το ποτάμι

409 15 13
                                    

Πριν 15 χρόνια:
Τον έβλεπα να βυθίζεται κάτω από το οργισμένο μαύρο νερό του ποταμού. Βυθίζονταν... αργά και βασανιστικά ώσπου δεν μπορούσα να τον διακρίνω πια.

Πόση ώρα θα έπαιρνε άραγε; Λίγα λεπτά και θα ήταν ήδη νεκρός. Μαζί του θα πέθαιναν τα βάσανα μου και το ανυπόφορο βάρος στον θώρακα κάθε φορά που αναγκαζόμουν να τον κοιτάξω στα μάτια.

Ακόμη ένιωθα στην άκρη των δαχτύλων μου την αίσθηση του πουκαμίσου του λίγο πριν τον σκουντήξω από την γέφυρα... μέσα στο απέραντο τελος του.

Ίσως και να είχα ακόμη χρόνο να τον σώσω. Και κάτι μέσα μου βαθιά, σαν φλόγα... έκαιγε και μου φώναζε να το κάνω, να τον σώσω από την καταδίκη που εγώ του δημιούργησα.

Χαμογέλασα ειρωνικά σε αυτήν μου την σκέψη. Ίσως τελικά και να είχε μείνει λίγος ανθρωπισμός μέσα μου μετά από όσα μου προκάλεσε αυτό το τέρας. Όσο όμως τα λεπτά κυλούσαν, εγώ δεν έκανα τίποτα για να τον σώσω. Είχα κοκκαλώσει άψυχα στην θέση μου, χαμογελούσα. Ένιωθα πλέον ελεύθερη, ελεύθερη να ζήσω χωρίς αυτόν.

.......
Σήμερα:

Ήταν βράδυ. Καθόμουν στην γέφυρα με τα πόδια μου να κρέμονται πάνω από το μαύρο νερό του ποταμού. Κοίταζα το νερό σκεφτική:

Άραγε αν έπεφτε κανείς από εδώ, μέσα στο νερό, θα έβγαινε ποτέ ζωντανός; Αποκλείεται... σκέφτηκα.

Τα ρεύματα σε αυτό το μέρος του ποταμού είναι τόσο δυνατά που θα παρέσερναν τον οποιονδήποτε από κάτω τους ή ακόμη χειρότερα θα τον έριχναν με δύναμη πάνω στους βράχους.

Ανατρίχιασα μόνο και στην σκέψη. Ο φθινοπωρινός δροσερός αέρας έκανε τις τρίχες μου να σηκώνονται.

Σκατά! Πήρα μια πέτρα από δίπλα μου και την έριξα με δύναμη στο ποτάμι.

Αύριο θα έπρεπε να πάω στο σχολείο. Πώς θα άντεχα αυτήν την κόλαση για άλλη μια χρονιά; Πάλι καλά είναι η τελευταία χρονιά που θα δω αυτές τις υπεροπτικές μάπες.

Επειδή η μαμάκα και ο μπαμπάκας έχουν λεφτά, κάποιοι έχουν το δικαίωμα να συμπεριφέρονται σαν κουφιοκέφαλοι καριόληδες.
Ώρες ώρες, ευχόμουν να μην έχω γεννηθεί σε αυτήν την οικογένεια και να μην με αναγκάζουν οι δικοί μου να πηγαίνω στο ιδιωτικό. Αλλά και στο δημόσιο το ίδιο θα ήταν.

Δεν είχα φίλους. Δεν είχα κανέναν. Όλοι μου φαίνονταν το ίδιο αντιπαθέστατοι.

"Αλτάνη! Καλά, που στον Θεό βρισκόσουν τόση ώρα; Ο πατέρας σου ανησύχησε!" άκουσα την φωνή της παλιάς νταντάς μου και πλέον απλής υπηρέτριας , που με πλησίαζε.
Στριφογύρισα τα μάτια μου.
"Ούτε να έρθουν οι ίδιοι να ψάξουν το παιδί τους δεν μπορούν, αφού ανησύχησαν τόσο δα;" είπα γελώντας ειρωνικά.
"Μην μιλάς έτσι για τους γονείς σου! Το καλό σου θέλουν μόνο, Τάνια μου. Ξέρεις ότι είναι πολύ απασχολημένοι τελευταία. Έλα πάμε τώρα μέσα γρήγορα και σκέψου μια δικαιολογία, γιατί δεν σε βλέπω καλά" είπε και μου έπιασε το μπράτσο.
"Τόσο πολύ θα τους ενοχλήσει που έκανα μια βόλτα δίπλα από το σπίτι; Πόσο χρονών είμαι γαμώτο μου! Τρία;"
"Οι γονείς σου ανησύχησαν Τάνια, γιατί είναι 12 το βράδυ και μόλις δεν σε είδαν στο δωμάτιο... ποιος ξέρει τι έχουν βάλει τώρα με το νου τους; Αύριο εχεις και σχολείο "
"Ναι, και τι ώρα αύριο περνάει το σχολικό για να μας πάει στο νηπιαγωγείο;" είπα ειρωνικά με λεπτή φωνή και η νταντά μου, η Μάρω, με σκούντηξε ελαφρά στον ώμο.
"Έλα τώρα κόψε τις ειρωνείες και πάνε δώσε εξηγήσεις".
"Προλαβαίνω να περάσω από την κουζίνα και να κόψω τις φλέβες μου, αντί για αυτήν την μαλακία;"

Η Θανάσιμη Νότα (girlxgirl)Место, где живут истории. Откройте их для себя