Ο έρωτας

167 14 2
                                    

Την ένιωθα πάνω στο σώμα μου. Με είχε εγκλωβίσει από κάτω της με τα δυνατά της πόδια και μου είχε κλείσει το στόμα με τα λεπτά της δάχτυλα.

"Θέλεις να σε γαμήσω, τσούλα μου, έ; Αυτό δεν θέλεις;" μου ψιθύρισε στο αυτί, κάνοντας τις μικρές τρίχες στον λαιμό μου να σηκώνονται.

Άρχισε να με φιλάει απαλά στον λαιμό, το κόκκινο κραγιόν της μου άφηνε σημάδια σε όλη την διαδρομή που ακολουθούσαν τα υγρά της χείλη...

Κατέβηκε στο στήθος μου και έπιασε με τα δάχτυλα της τις ερεθισμένες ρόγιες μου, κάνοντας ένα κύμα ηδονής να παραλύει το σώμα μου.

Συνέχισε να φιλάει την κοιλιά μου και μετά κατέβηκε αργά και βασανιστικά πιο κάτω. Ήμουν υγρή και την περίμενα, ήμουν στο έλεος της.

Έβαλε τα χέρια της πάνω στο στόμα μου, απότομα.

"Κράτα το όμορφο στοματάκι κλειστό, δεν θέλουμε να μας ακούσουν οι γονείς σου, ναι; Τι άποψη θα σχημάτιζαν για εμένα, αν ήξεραν ότι η κόρη τους γίνεται μια πουτάνα για χάρη μου..."
Έβαλε τα μακριά της δάχτυλα βαθιά μέσα μου και τα ανεβοκατέβαζε γρήγορα.Είχε βρει το αδύναμο μου σημείο και το εκμεταλλευόταν, χωρίς να με αφήνει να πάρω ούτε μια ανάσα από την ευχαρίστηση που μου έδινε.

Τα βογγητά μου είχαν γίνει δύσκολο να καταπνιχτούν από το χέρι της στο στόμα μου. Σίγουρα θα μας είχαν ακούσει όλοι τώρα.

Μου έδωσε μια σφαλιάρα στο πρόσωπο.
"Δεν σου είπα να είσαι σιωπηλή; Γιατί θέλεις να με κάνεις να σε τιμωρήσω, γαμώτο;" είπε και έβαλε και την γλώσσα της μέσα μου κάνοντας με να βογγάω ακόμη πιο δυνατά και ντροπιαστικά από κάτω της.

Ήμουν πραγματικά μια τσούλα.
Ένιωθα το σώμα μου να ζητάει και άλλο, αισθανόμουν την ηδονή να με τυλίγει και τους μύες μου να χαλαρώνουν ανακουφιστικά.

Ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου.
Ντράπηκα τόσο πολύ που για ακόμη μια φορά την σκεφτόμουν καθώς αυνανιζόμουν. Μόνο αυτή με έκανε να νιώθω όλα αυτά τα πυροτεχνήματα, μόνο εκείνη με καύλωνε τόσο πολύ και έκανε την καρδιά μου να χτυπάει ασταμάτητα.

Άκουσα βήματα να πλησιάζουν την πόρτα μου και τρομαγμένη ντύθηκα γρήγορα και κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα σαν κανένα παιδάκι.

Η πόρτα έτριξε και από πίσω της μπορούσα να διακρίνω μια μορφή να με κοιτάζει μέσα από το σκοτάδι.
Μπορεί να μην την έβλεπα αλλά σίγουρα ένιωθα τον θυμό της.
"Είσαι καλά, δεσποινίς Αλτάνη; Νόμιζα ότι άκουσα ουρλιαχτά!" είπε η Μυρσίνη και με πλησίασε, αφού άνοιξε το φως.

 Η Θανάσιμη Νότα (girlxgirl)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora