Κεφάλαιο 3⚘

12 2 0
                                    

  Ανοίγω τα μάτια μου. Βρίσκομαι μέσα στο σκοτάδι. Τα χέρια μου ακουμπούν υγρό χώμα και νιώθω το κεφάλι μου βαρύ. Μάλλον χτύπησα κατά την πτώση γιατί πονάω παντού. Μα τι συνέβη; Προσπαθώ να σηκωθώ ακουμπώντας τα πλευρά μου. Η Μπριγιάρ λαμπυρίζει πάνω από το κεφάλι μου και κάνοντας μια αιώρηση είναι σαν να με ρωτάει αν είμαι καλά.
"Νομίζω πως θα ζήσω." ,της απαντώ μετά από ένα αγκομαχητό.
Μόλις καταφέρνω να σταθώ όρθια τεντώνω τους μυς του σώματός μου και αφουγκράζομαι το περιβάλλον. Βρίσκομαι κάτω από το δάσος σε μια, όπως φαίνεται, υπόγεια σήραγγα. Η Μπριγιάρ μετακινείται προς τα δεξιά και αργά με καθοδηγεί προς το εσωτερικό της. Επικρατεί ησυχία, το μόνο που ακούγεται είναι συρσίματα.
"Αχ κάνε να μην είναι ποντικοί." ,λέω κλείνοντας σφιχτά τα μάτια μου με αϊδία.
Προχωρώ με σταθερά βήματα γιατί η λάμψη της Μπριγιάρ είναι λιγοστή και δεν θέλω να έχω απρόσκλητους επισκέπτες πάνω μου. Γύρω μου βαγόνια παλιών τρένων και αντικείμενα σκουριασμένα υποδηλώνουν ότι κάποτε το μέρος ήταν υπόγειος σιδηρόδρομος.
"Είναι κανείς εκεί; ",φωνάζω ακούγοντας και άλλα συρσίματα. Τίποτα! Πώς θα φύγω από εδώ μέσα; Μια μυρωδιά κλεισούρας και λυμάτων πλανάται στον αέρα. Καλύπτω την
μύτη μου με το ύφασμα της μπλούζας μου και προχωρώ και άλλο.
"Βοήθεια!" ,ακούγεται ξάφνου μια φωνή σαν ψίθυρος.
"Ποιος είναι εκεί;", φωνάζω με αγωνία. Περνάω μια τελευταία στροφή και βλέπω αμυδρά στο σκοτάδι μια γυναικεία σιλουέτα στο πάτωμα. Πλησιάζω, με την Μπριγιάρ, πιο κοντά. Είναι μια κοπέλα σχεδόν στην ηλικία μου.
"Είσαι καλά; ", την ρωτάω.
"Στραμπούλιξα το πόδι μου πέφτοντας." ,απαντά η κοπέλα κρατώντας τον αστράγαλό της. Είναι πολύ όμορφη, με κατακόκκινα μαλλιά σε μπούκλες τα οποία πέφτουν έως την πλάτη της. Κοιτάζω προς τα πάνω, εκεί βρισκόταν μια ίδια τρύπα σαν αυτή που έπεσα και γω. Μάλλον θα είναι παγίδες κυνηγών.
"Περίμενε, μην κουνιέσαι, μπορώ να σε βοηθήσω." Δημιουργώ ειδικά διαμορφωμένους κρυστάλλους και τους δένω γύρω από το πόδι της κοπέλας φτιάχνοντας έναν αυτοσχέδιο γύψο. Την βοηθώ να σηκωθεί και αυτή στηρίζεται πάνω μου.
"Αχ σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν ερχόσουν. Με λένε Σύλβια, παρεμπιπτόντως." ,λέει και μου χαρίζει ένα βιαστικό χαμόγελο.
"Εμένα Έλλη. Δεν κάνει τίποτα. Φαίνεται όμως πως και οι δύο δεν είμαστε πολύ τυχερές σήμερα αφού εγκλωβιστήκαμε εδώ κάτω." ,απαντώ και κοιτάζω την τρύπα.
"Μην ανησυχείς, ξέρω το δάσος και τις υπόγειες διαδρομές του σαν την παλάμη μου, αλλά αυτές οι άτιμες τρύπες είναι επικίνδυνες όταν νυχτώνει."
Ξεκινάμε αργά να περπατάμε πιο βαθιά στη σήραγγα αμίλητες. Επειδή το φως είναι αμυδρό και η Μπριγιάρ εννοείται έχει πάλι εξαφανιστεί, η Σύλβια δημιουργεί στο χέρι της μια μπάλα λάβας που αποτελεί και την πηγή φωτός μας.
"Αν θυμάμαι καλά στην επόμενη διασταύρωση στα δεξιά μας θα βρούμε μια σκάλα.",λέει μετά από λίγο. Και, όντως, σαν θαύμα εμφανίζεται μπροστά μας μια σκάλα που μας οδηγεί στον πάνω κόσμο. Ανεβαίνουμε πολύ αργά και μετά από αγκομαχητά και πολλές παύσεις καταφέρνουμε να φτάσουμε στην επιφάνεια. Την βοηθώ να καθίσει στον κορμό ενός δέντρου και εγώ κάθομαι απέναντί της σε έναν βράχο σκεπτική. Τι μπορεί να έκανε ένα κορίτσι μόνο του στο δάσος τέτοια ώρα; Ότι έκανα και εγώ, θα μου απαντούσε κανείς.
"Δεν είσαι από τα μέρη μας, έτσι; Αλλιώς θα σε θυμόμουν." , ρωτάει η Σύλβια καθώς ξαποστάσαμε.
"Εμ όχι είμαι από την Lumina.",της απαντώ με επιφύλαξη.
"Εντάξει μην αγχώνεσαι. Δεν κρατάω τις αντιλήψεις των παππούδων μου. Τα παραμύθια που ακούμε από μικροί αναπτύσσουν την σκέψη μας αλλά δεν διαμορφώνουν, απαραίτητα, και τον χαρακτήρα μας... Α να και η Πεκένια μου!"
Ξάφνου κάτω από το φως του φεγγαριού εμφανίζεται ένα ελαφάκι με μικρά κέρατα και μακριά λεπτά ποδαράκια, το οποίο έρχεται πιο κοντά για να το χαϊδέψει η Σύλβια.
"Είναι πολύ γλυκιά. Φίλη σου; ", της λέω χαμογελώντας.
"Ναι, από μικρή είναι πάντα δίπλα μου. Δεν μπορούμε η μία χωρίς την άλλη... Δεν μου είπες όμως, τι σε φέρνει στο δάσος τέτοια ώρα;" ,λέει η Σύλβια επαναφέροντας την ερώτηση. Καθώς με κοιτάζει με τα μεγάλα μπλε μάτια της γεμάτη περιέργεια κατανοώ ότι ήρθε η κατάλληλη ώρα για να φύγω.
"Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. ", της απαντώ με ανησυχία μπλέκοντας και ξεμπλέκοντας τα χέρια μου πάνω στα γόνατά μου. "Αλλά δεν μπορώ να σου δώσω μια απάντηση τώρα, γιατί έχω ήδη αργήσει και πρέπει να γυρίσω σπίτι μου. Νιώθεις σίγουρα καλύτερα;" ,της λέω καθώς σηκώνομαι απότομα όρθια.
"Χάρη στην βοήθειά σου αισθάνομαι ήδη καλύτερα. Και μην ανησυχείς η Πεκένια μου ξέρει τον δρόμο της επιστροφής. Θες να ανταλλάξουμε τηλέφωνα; Θα ήθελα πολύ να τα
ξαναπούμε." ,λέει χαρούμενη χωρίς να έχει παρεξηγηθεί από την αλλαγή στην συμπεριφορά μου μετά την ερώτησή της.
"Φυσικά. Και γω χάρηκα για την γνωριμία." ,της λέω χαμογελώντας. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και την καληνύχτισα καθώς την βοήθησα να ανέβει στο ελαφάκι της.
Γιατί συνεχίζω και μπλέκω; Η Μπριγιάρ μπορεί να είναι της φαντασίας μου. Πρέπει να
σταματήσω να την ακολουθώ. Το αποψινό μπορούσε να οδηγήσει σε τραγωδία, σκέφτομαι καθώς έχω πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Και για ποιο λόγο με οδηγεί σε αυτά τα μέρη τέλος πάντων; Έχω μόνο περίεργες συναντήσεις και παραλίγο ατυχήματα τις τελευταίες μέρες. Κάτι πρέπει να κάνω, έτσι στέλνω μήνυμα την Καρολίνα να συναντηθούμε αύριο πριν την εκδρομή γιατί έχω κάτι σημαντικό να της πω. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα κάνω την επόμενη κίνηση μόνη μου.

Universo: Η αναζήτηση του χειμώναWhere stories live. Discover now