Μερικές φορές, το πιο αληθινό ψέμα
είναι αυτό που λέμε στον εαυτό μας όταν
η καρδιά μας παλεύει με την αλήθεια.Pov Άννας
Έχω ξυπνήσει από τις 7 και σκέφτομαι ξανά και ξανά αυτό που πάμε να κάνουμε. Θα παντρευτώ έναν άνθρωπο που δε γνωρίζω για να μη με καρφώσει. Πιο ρομαντικό πεθαίνεις. Όχι πως πίστευα πως θα παντρευόμουν το άλλο μου μισό αλλά σίγουρα δεν είχα φανταστεί έτσι την μέρα του γάμου μου.
Ακούω το κουδούνι της πόρτας και τρέχω να πατήσω το θυροτηλέφωνο. Του λέω πως κατεβαίνω και αφού τσεκάρω άλλη μια φορά τον εαυτό μου στον καθρέπτη, κλείνω την πόρτα πίσω μου.
Νιώθω ένα σφίξιμο στον λαιμό λες και ο εγκέφαλός μου πηγαίνει πέρα δώθε μέσα στο κεφάλι μου. Αφού πάρω μια βαθιά ανάσα βγαίνω έξω.
Δ: Γεια.
Γυρίζω απότομα προς τα εκεί από όπου έρχεται η φωνή. Τον βλέπω να χαμογελάει με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος. Το κουστούμι του είναι πιο επίσημο από ότι συνήθως κάνοντάς με να το επεξεργαστώ πριν σηκώσω το βλέμμα μου στα μάτια του.
Α: Γεια.
Μου ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού και προχωράω προς το μέρος του. Το άρωμά του είναι ίδιο με χθες. Ζεστό αμύγδαλο με πλούσιες νότες βανίλιας και θαλασσινού αλατιού. Αριστοκρατικό και μεθυστικό.
Σε όλη τη διαδρομή είναι σιωπηλός. Που και που με κοιτάζει με το πλάι του ματιού του αλλά μετά συγκεντρώνεται ξανά στο δρόμο.
Καταλαβαίνω πως φτάσαμε από την απότομη μείωση ταχύτητας και τώρα βρισκόμαστε έξω από το δημαρχείο. Δυο άντρες μας πλησιάζουν και χαιρετιούνται με τον Δημήτρη.
Δ: Άννα από εδώ ο Αντρέας και ο Μάνος. Θα είναι οι μάρτυρές μας.
Σωστά χρειαζόμαστε και μάρτυρες, το είχα ξεχάσει εντελώς. Γνέφω καταφατικά και μπαίνουμε όλοι μαζί μέσα στο κτήριο.
«Καλημέρα σας.»
Η Δήμαρχος μας χαμογελάει και κάνει νόημα να την πλησιάσουμε.
«Ελάτε παρακαλώ μπροστά.»
Κοιταζόμαστε αμήχανα χωρίς να κάνουμε βήμα.