Ζήλεια

11 0 0
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Η νύχτα δεν έλεγε να περάσει. Στριφογύριζε στο στρώμα της και δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την ενοχλούσε. Πέταξε το σεντόνι από πάνω της και ένιωσε την πρωινή αύρα που τρύπωσε αμείλικτη κάτω από τις βαριές κουρτίνες, να απλώνεται στα γυμνά της πόδια. Ανάσα. Έφερε ξανά και ξανά στο μυαλό της το διάλογο που είχε με αυτόν τον Αποστόλου. Τι μέρος του λόγου ήταν άραγε; Γιατί είχε δεχτεί την πρόταση του πατέρα της και ποιος από τους δυο είχε βάλει τον όρο του γάμου στη συμφωνία; Θα μπορούσε η Κορνηλία να γνωρίζει το οτιδήποτε; Μπα, ποτέ ο πατέρας της δεν την ενημέρωνε για τα σχέδια του. Πάντα της ανακοίνωνε τις προθέσεις του και εκείνη έτρεχε να του ικανοποιήσει κάθε του επιθυμία. Θα μπορούσε ο δικηγόρος τους να μπει διαχειριστής της περιουσίας και δεν θα χρειαζόταν να μπλεχτούν δυο άγνωστοι σε έναν γάμο. Αυτά όμως θα μπορούσαν να συμβούν σε κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν. Όχι σε αυτό που ζούσε εκείνη.

Άκουσε το χτύπημα στην πόρτα και με εμφανή δυσθυμία στην φωνή της, προσκάλεσε την Κορνηλία να μπει στο δωμάτιο της.

«Σήκω, επιτέλους. Τα κορίτσια έχουν πάρει δέκα φορές μετρημένες στο σταθερό. Σε ψάχνουν. Κάτι για εγκαίνια ενός καινούριου μαγαζιού της πόλης μου είπαν, αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τις λεπτομέρειες», της είπε χωρίς ανάσα ενώ συγχρόνως τραβούσε τις κουρτίνες για να μπει το λαμπερό φως του ήλιου στην κάμαρα της.

«Στον ύπνο τους με βλέπανε;» της απάντησε ενώ χασμουρήθηκε βαριεστημένα.

«Δεν ξέρω, δεν μπορώ να βγάλω άκρη με εσάς. Άντε άνοιξε το τηλέφωνο σου να συνεννοηθείτε» της απάντησε αυστηρά.

«Έλα εδώ, κάτσε» της είπε και χτύπησε με την παλάμη της το κρεβάτι της, δείχνοντας της την άκρη του κρεβατιού της με νάζι. «Δεν βαρέθηκες να με ξυπνάς τόσα χρόνια;» τη ρώτησε και την αγκάλιασε τρυφερά από πίσω και πριν προλάβει η Κορνηλία να της απαντήσει μόλις έκατσε, εκεί που της υπέδειξε, της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.

«Τέτοια κάνεις και δεν μπορώ να σου θυμώσω, ούτε για ένα λεπτό. Σηκώνομαι για να σου ετοιμάσω πρωινό. Εσύ τηλέφωνο στην Μαργαρίτα, δεν θα το ξανασηκώσω». Της είπε την ώρα που έκλεινε την πόρτα πίσω της και της έκλεισε το μάτι.

Το μαγαζί που πρότειναν τα κορίτσια για την βραδινή τους έξοδο ήταν από τα πιο πολυτελή στην πόλη, και σύχναζαν κυρίως πολιτικοί και γόνοι πλούσιων οικογενειών. Πολύ κυριλέ για την Ζέτα αλλά χατίρια δεν μπορούσε να χαλάσει στα κορίτσια και εγκαίνια μία φορά γίνονται. Όπως της είχανε πει και στο τηλέφωνο η παρουσία τους εκεί ήταν «must». Έτσι ετοιμάστηκε όπως θα άρμοζε για μια τέτοια περίσταση και στις εννιά ακριβώς ήταν έτοιμη όπως είχαν συμφωνήσει. Η νύχτα προμηνυόταν μεγάλη και ξεκίνησε με αρκετό κέφι, φλυαρία και κουτσομπολιό από τα κορίτσια. Έφτασαν στο μαγαζί και αφού έδειξαν την πρόσκληση τους στην είσοδο, τους οδήγησαν σε ένα από τα καλύτερα τραπέζια, όπου τους περίμενε παγωμένη σαμπάνια. Ημίφως, χαλαρή μουσική και μια οχλαγωγία από τους θαμώνες που γινόταν εντονότερη όταν σταματούσε η μουσική συνέθετε το σκηνικό της νυχτερινής τους εξόδου. Υποφερτά βαρετή η βραδιά για την Ζέτα, που κοίταξε αρκετές φορές το χρυσό ρολόι στον καρπό της, μέχρι που στην είσοδο φάνηκε εκείνο το λαμπερό ζευγάρι. Πολλά ζευγάρια μάτια γύρισαν και κοίταξαν προς το μέρος τους την ώρα που έμπαιναν στο μαγαζί. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακοί και οι δύο, καθώς περπάτησαν αργά συνοδευόμενοι από τον μετρ του μαγαζιού μέχρι το τραπέζι τους.

Η Ζέτα πήρε βαθιά ανάσα και απέμεινε να κοιτά το αργό βήμα του και το εντυπωσιακό παράστημα του καθώς περνούσε λίγα μέτρα μακριά της. Τα βλέμματα τους ενώθηκαν. Η Ζέτα απόρησε από την ένταση της ματιάς του. Λες και διάβαζε την ψυχή της. Έσκυψε το κεφάλι της για να κρύψει την αμηχανία της στο έντονο κοίταγμα του «Μα δεν ντρέπεται να κοιτάζει έτσι ενώ συνοδεύεται;» ήταν η πρώτη σκέψη που της ήρθε στο μυαλό, αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα ήρθε αντιμέτωπη με την έκπληξη της ζωής της. Ήταν εκείνος, εκείνος που της έμαθε τι θα πει έρωτας στο νησί και σήμερα συνόδευε μια καλλονή. Η συνειδητοποίηση της παρουσίας του στον χώρο, έκανε την καρδιά της να βροντοχτυπά στο στήθος της. Οι χτύποι της καρδιάς της ακουγόταν εκκωφαντικοί στα αυτιά της και η ανάσα της ήταν σαν την ανάσα του ζώου που πιάστηκε στην παγίδα. Τα μάτια της θόλωσαν όταν είδαν τα ακροδάχτυλα του να χαϊδεύουν το μάγουλο της και εκείνη να μην παίρνει τα μάτια της από το πρόσωπο του. Χρειάστηκε να πιαστεί από το τραπέζι για να στηριχτεί και έριξε το βλέμμα της στο τραπέζι.

«Τι έπαθες καλέ; Μη χειρότερα, τι κατέβασες το κεφάλι λες και σε μάλωσε ο δάσκαλος;» είπε η Μαργαρίτα φωναχτά και όλα τα κορίτσια γέλασαν με την αλλόκοτη συμπεριφορά της.

«Η Ζέτα της έκανε νόημα να γυρίσει διακριτικά και να κοιτάξει τον νεοφερμένο ζευγάρι που διασκέδαζε μερικά μέτρα πιο πέρα. Έδειχναν να απολαμβάνουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου.

«Κοίτα να δεις τι μικρός που είναι ο κόσμος. Είναι αυτός που έφυγες μαζί του, εκείνο το βράδυ στο νησί» της επιβεβαίωσε η Μαργαρίτα και κούνησε την καρέκλα της σε καλύτερη θέση στο τραπέζι για να μπορεί απρόσκοπτα να παρατηρεί τον μυστηριώδη άντρα που εμφανίστηκε για δεύτερη φορά μπροστά τους, σε νυχτερινή έξοδο.

«Αποκλείεται» ξεστόμισε, ενώ άδειασε το ποτήρι με την σαμπάνια που κρατούσε στο χέρι της.

«Τι αποκλείεται; Δεν τον αναγνωρίζεις ή δεν τον θυμάσαι;» επέμεινε η φίλη της σε μια πιο συγκεκριμένη απάντηση.

Δυστυχώς για την Ζέτα και τον θυμήθηκε και τον αναγνώρισε. Το «αποκλείεται» της βγήκε απ αντίδραση, παρατηρώντας την πανύψηλη όμορφη γυναίκα που τον συνόδευε. Της ήρθε να ουρλιάξει. Είχε αρχίσει να ζηλεύει κάποιον που δεν ήξερε ούτε το όνομα του. Πόσο παρανοϊκές ήταν οι στιγμές που ζούσε. Άνοιξε από αμηχανία το μικρό της τσαντάκι και έψαξε το κραγιόν της. Λες και θα πρόσεχε κανείς την έλλειψη του μέσα στο ημίφως.

«Ο Αποστόλου, με καινούριο γκομενάκι» άκουσε άθελα της από το διπλανό τραπέζι μόλις χαμήλωσε λίγο η μουσική και άδειασε μονορούφι το δεύτερο ποτήρι σαμπάνιας που βρήκε μπροστά της.

«Ε κορίτσι μου, το ποτό με ρέγουλα» την μάλωσε η Μαργαρίτα και τη βοήθησε να κατέβει από το ψηλό σκαμπό.

Βγήκε έξω στην ζεστή νύχτα θέλοντας να πάρει αέρα. Ο ψηλός γεροδεμένος άντρας στην πόρτα, την ρώτησε αν επιθυμούσε την βοήθεια του αλλά εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι και μπήκε στο πρώτο ταξί που άδειασε μπροστά της.


ΈΚΑΝΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ  ΣΕΝΑDonde viven las historias. Descúbrelo ahora