Η συνάντηση

40 0 0
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Οι ώρες μέχρι το βράδυ που θα την συναντούσε του φάνηκαν ατελείωτες. Η ζέστη που επικρατούσε στο νησί προκαλούσε σε όλους μια γλυκιά δυσφορία που για τον Ανδρέα γινόταν ανυπόφορη. Καθισμένος στην σκιά της ομπρέλας, στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου του, παρήγγειλε μια μπύρα και σε λιγότερο από πέντε λεπτά, βρισκόταν στο τραπεζάκι μπροστά του. Ήπιε μια γουλιά και προσπάθησε να καταστρώσει με το μυαλό του, την πρώτη τους συνάντηση, μετά από πέντε χρόνια. Ανυπομονούσε να την συναντήσει εκεί, και να είναι μόνοι οι δυο τους, για πρώτη φορά. Ήθελε να την δει από κοντά, να την αγκαλιάσει, να την γευτεί, να αφήσει τα μάτια του να ταξιδέψουν στις θηλυκές της καμπύλες. Να τους παρασύρει η τρέλα του καλοκαιριού. Χωρίς ονόματα, υποσχέσεις και υποχρεώσεις. Είχε βάλει ένα στοίχημα με τον εαυτό του ότι ο γάμος τους δεν θα ήταν ένας γάμος συμφέροντος όπως ξεκίνησε αλλά ένας γάμος έρωτα και πάθους. Θα ήταν δύσκολο κάτι τέτοιο; Δεν τον ενδιέφερε να το σκεφτεί, ήταν αποφασισμένος ότι θα τα κατάφερνε ότι και αν χρειαζόταν να κάνει. Η Ζέτα θα γινόταν γυναίκα του και μετά από χρόνια θα τα θυμόταν μαζί όλα αυτά και θα γελούσαν. Η μία μπύρα έφερε την άλλη και η καλοκαιρινή ραστώνη τον κατέβαλε μαζί με την ζέστη του μεσημεριού, μέχρι που στα αυτιά του έφτασαν κοριτσίστικα γέλια και φωνές από το δρόμο. Άνοιξε τα μάτια του και σίγουρος ότι θα την αντίκριζε κινήθηκε σαν υπνωτισμένος προς την άκρη του μπαλκονιού. Προσεκτικά σαν να έκανε κάτι κακό παρατήρησε για λίγο τις τέσσερις κοπέλες με τα μεγάλα καπέλα και τις πολύχρωμες τσάντες θαλάσσης που περνούσαν εκείνη την ώρα από κάτω. Δεν πρόλαβε να δει το πρόσωπο της Ζέτας καθαρά αλλά ήταν σίγουρος. Την άκουσε και έπειτα παρατήρησε για λίγο την γυναικεία παρέα που ξεμάκρυνε στον δρόμο μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. Η ανυπομονησία του να την συναντήσει το βράδυ κορυφώθηκε και ευθύς έψαξε το τηλέφωνο του. Κάλεσε τον Ζήση και σε λίγο έτρωγαν σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι συζητώντας για το πως θα συναντούσε τη Ζέτα το βράδυ . Σε μία ώρα όλα είχαν κανονιστεί και τα καραφάκια πήγαιναν και ερχόταν στο τραπέζι.

«Αφεντικό, θα γίνουμε ντίρλα, και όχι την Ζέτα, αλλά ούτε την μύτη μας θα βλέπουμε απόψε», του είπε χαριτολογώντας ο Ζήσης.

«Με έναν καλό ύπνο και ένα μπάνιο, θα γίνουμε καινούργιοι. Έλα για ένα τελευταίο και φύγαμε. Γεια μας» του απάντησε και του έκλεισε το μάτι ενώ τσούγκριζαν τα ποτήρια τους.

Οι ώρες μέχρι το βράδυ πέρασαν θαρρείς πιο αργά από ποτέ. Ο Ανδρέας από τη στιγμή που έφυγε ο Ζήσης, κοιτούσε το τηλέφωνο του κάθε πέντε λεπτά. Εξάλλου αυτό είχαν συνεννοηθεί. Να ακολουθήσει τα κορίτσια στο νυχτερινό μαγαζί που θα «ξημερωνόταν» αυτή την φορά και θα του τηλεφωνούσε να πάει από εκεί. Η νύχτα έπεσε στο νησί, τα φώτα κατέκλυσαν την παραλιακή σιγά σιγά, μαζί με μυρωδιές από νυχτολούλουδα, σουβλάκια και ψημένα καλαμπόκια που μικροπωλητές προσέφεραν στις γωνίες των δρόμων. Αμέτρητα πόδια με σανδάλια, ψηλοτάκουνα και παντόφλες κατέκλυσαν τα στενά πετρόχτιστα σοκάκια και οι μουσικές άρχιζαν να ξεπηδούν από τα μαγαζιά, κράχτες για να προσελκύσουν τους ηλιοκαμένους τουρίστες, που βγήκαν για να ζήσουν το ελληνικό καλοκαίρι by night.

ΈΚΑΝΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ  ΣΕΝΑDove le storie prendono vita. Scoprilo ora