Η γνωριμία

14 0 0
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Είχε ξημερώσει. Το ξυπνητήρι της άρχισε να χτυπάει σαν τρελό. Ποτέ δεν έβαζε το κινητό όταν ήθελε να ξυπνήσει, γιατί είχε τη συνήθεια να το κλείνει και αυτό την είχε βάλει σε μπελάδες στο παρελθόν. Άνοιξε τα βλέφαρα νιώθοντας μια φοβερή εξάντληση. Ήταν το δεύτερο βράδυ που ο ύπνος της γέμιζε με εφιάλτες και χτυποκάρδια, για κάποιον όχι και τόσο άγνωστο τελικά που της είχε χαρίσει ανεπανάληπτες στιγμές τρυφερότητας και έρωτα και τώρα ήταν αναγκασμένη να τον γνωρίσει σαν μέλλοντα σύζυγό της. Μετά την έξοδο του Σαββάτου που τον αντίκρισε όμως με εκείνη την ψηλή καλλονή είχε χάσει τον ύπνο της και την ησυχία της. «Τελικά τα όνειρα πάντα διαρκούν λίγο, για αυτό και δεν πρέπει να τους δίνουμε σημασία» σκέφτηκε και ανίχνευσε το χώρο με το βλέμμα της. Ανασήκωσε το χέρι της να πιάσει το ξυπνητήρι που δεν έλεγε να κοπάσει και έπειτα πέταξε το σεντόνι από πάνω της. Η πραγματικότητα της ζωής είναι πολύ διαφορετική και σκληρή τις περισσότερες φορές. «Σήκω Ζέτα» μονολόγησε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο σέρνοντας τις παντόφλες της. Θα ήταν η πρώτη της επίσημη συνάντηση με τον κύριο Αποστόλου.

Έκανε ένα γρήγορο ντους και φρόντισε να μακιγιαριστεί τονίζοντας τα εκφραστικά καστανά της μάτια. Επέλεξε να φορέσει ένα κλασσικό μαύρο κοστούμι με μεσάτο σακάκι, κατάλευκο πουκάμισο και στενό παντελόνι που είχε φέρει από την Ιταλία με μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες. Άνοιξε την κοσμηματοθήκη της με τα κειμήλια της μητέρας της και διάλεξε να φορέσει δυο μικρά καρφωτά μαργαριταρένια σκουλαρίκια. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και επέλεξε να μαζέψει τα μαλλιά της σε μια ψηλή αλογοουρά γιατί θεώρησε ότι θα ήταν ότι έπρεπε για τη συνάντηση με τον κύριο Αποστόλου. Άκουσε το χτύπημα στην πόρτα της και ήξερε ότι ήταν η Κορνηλία. Είχε και εκείνη την αγωνία της για την προγραμματισμένη της συνάντηση και ας μην ήθελε να της το δείξει. Νόμιζε ότι η μικρή της θα μάθαινε την αλήθεια από τον Ανδρέα και θα ξεκινούσε ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ζωή της σαν κυρία Αποστόλου. «Μακάρι να τα κατάφερνε ο Ανδρέας και να πήγαιναν όλα κατ ευχήν», αυτή ήταν η προσευχή της κάθε πρωί και βράδυ από την ημέρα που της μίλησε ανοιχτά εκείνος, θέλοντας έναν σύμμαχο για τη θέση που θα έπαιρνε στη ζωή τους μετά τον απροσδόκητο όπως φάνηκε σε όλους θάνατος του Αλέξανδρου.

Την είδε στην πόρτα και έπεσε να την αγκαλιάσει, θαρρείς και θα της έδινε δύναμη αυτή η αγκαλιά. «Είσαι πανέμορφη. Όλα θα πάνε καλά, θα δεις» της ψιθύρισε η Κορνηλία και απομακρύνθηκε από κοντά της για να μην φανερωθεί και η δική της ταραχή.

ΈΚΑΝΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ  ΣΕΝΑOnde histórias criam vida. Descubra agora