Κηδεία

42 0 0
                                    

«Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον. Ἐτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου τοῦ Θεοῦ Αλέξανδρου, καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον. Ὅπως Κύριος ὁ Θεός, τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα».

Ο Αντρέας πίσω από ένα δέντρο παρακολουθούσε την κηδεία. Σκέφτηκε ότι ίσως να τον αναγνώριζε και δεν ήθελε να της προσθέσει και άλλη ταραχή. Η μέρα ήταν έτσι και αλλιώς δύσκολη και το καταλάβαινε κανείς από την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε κατά στην ταφή του Αλέξανδρου στα κοιμητήρια της Αναστάσεως παρά την μεγάλη συρροή κόσμου. Ο Αραβαντινός όταν βρισκόταν στο απόγειο της επιτυχίας του είχε βοηθήσει πολύ κόσμο, τόσο που αν τον ρωτούσες δεν θα το πίστευε ούτε και ο ίδιος. Η Ζέτα ήταν κάτωχρη και έκρυβε τα δακρυσμένα μάτια της κάτω από ένα μεγάλο ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Πόσο θα ήθελε να είναι δίπλα της αυτή την ώρα, να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει, αλλά ήταν σίγουρος μετά την αντίδραση της, εκείνο το πρωί, ότι δεν θα ήθελε να τον δει στα μάτια της. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε ακούσει το όνομα του, αν η Ζέτα τον θυμόταν. Θα έπρεπε να της δώσει χρόνο να ξεπεράσει το πένθος της πριν την πλησιάσει. Χαμένος στις σκέψεις του, δεν κατάλαβε ότι η τελετή τελείωσε και ο κόσμος άρχισε να απομακρύνεται. Εκεί πάνω από την σωρό με τα χώματα και τα λουλούδια είχε μείνει μόνο εκείνη, στα γόνατα να κλαίει και να σπαράζει. Να του φωνάζει ότι την άφησε μόνη και απροστάτευτη. Ο Αντρέας δεν μπορούσε να την αφήσει από τα μάτια του. Τα πόδια του λες και είχαν βγάλει ρίζες εκεί δίπλα στο δέντρο που τον έκρυβε τόση ώρα. Όχι δεν θα ήταν καθόλου καλή ιδέα να την πάρει αγκαλιά και να την γυρίσει σπίτι. Δεν είχε το δικαίωμα. Ακόμα τουλάχιστον. Το τηλέφωνο του χτύπησε «αθόρυβα» και εκείνος ένιωσε τη δόνηση του στα πλευρά του. Το έβγαλε γρήγορα ενώ συγχρόνως μουρμούρισε, αναθεματίζοντας την τύχη του και είδε ότι τον έψαχνε ο Ζήσης. Ο έμπιστος άνθρωπος του για όλες τις δουλειές και τις γκρίνιες του. Συνεργάτης και αδερφός από την πρώτη στιγμή που γύρισε στην Ελλάδα. Λογικό ήταν να τον ψάξει αφού δεν εμφανίστηκε στο γραφείο από το πρωί. Του έστειλε ένα μήνυμα και ξαναέβαλε το κινητό στην τσέπη του. Η Ζέτα ήταν ακόμα εκεί γονατισμένη στα χώματα, μόνο που τώρα είχε πέσει στην αντίληψη της το στεφάνι που είχε στείλει ο ίδιος. Σηκώθηκε μα τρεμάμενα πόδια, έβγαλε τα γυαλιά της και σκούπισε με το πάνω μέρος της παλάμης της τα δάκρυα που κυλούσαν χωρίς σταματημό στα μάγουλα της. Έβγαλε μια κραυγή λες και ήθελε να βρει τη δύναμη, άρπαξε το στεφάνι και το πέταξε κάτω. Έπειτα γονάτισε ξανά από πάνω του και άρχισε με μανία να πετάει τα γαρύφαλλα γύρω της. Μέχρι να βγάλει το τελευταίο λουλούδι τα δάκρυα της είχαν στερέψει. Ξαναέφερε στο νου της την τελευταία κουβέντα με τον πατέρα της και τον επερχόμενο γάμο που της είχε αναγγείλει. Τώρα ήταν μόνη και έπρεπε να πάρει αποφάσεις ζωής. Δεν είχε άλλη επιλογή. Μάζεψε τα μαλλιά της που κολλούσαν στα μάγουλα της από τα δάκρυα και τον ιδρώτα και κοίταξε τριγύρω. Ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά, τα πουλιά στα δέντρα κελαηδούσαν το δικό τους σκοπό χωρίς να συμμερίζονται τον πόνο της, η μέρα θα κυλούσε όπως όλες οι μέρες. Το ίδιο και η ζωή. Μόνο που η ίδια θα ήταν πλέον μόνη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της. Μία από αυτές θα ήταν και ο Ανδρέας Αποστόλου. Πως τον είχε πει ο Νικόλας, «κελεπούρι»; Γέλασε πικρά και σέρνοντας τα πόδια της στο χώμα που είχε αρχίσει να καίει, βγήκε στην πύλη των νεκροταφείων για να πάρει ταξί. Δεν ήξερε αν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της ή απλώς να χαθεί στους δρόμος της πόλης. Τελικά στον ταξιτζή έδωσε την διεύθυνση του σπιτιού της. Έπρεπε να γυρίσει στην πραγματικότητα όσο πιο γρήγορα μπορούσε αν και αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Στο σπίτι θα έβρισκε την Κορνηλία να την περιμένει με μια ανοιχτή αγκαλιά όπως τόσα χρόνια. Ήταν η μόνη «μαμά» που μπορούσε να θυμηθεί. Η μόνη που μπορούσε να στραφεί για παρηγοριά τώρα ο κόσμος της είχε γκρεμιστεί. Όταν το ταξί εξαφανίστηκε στην στροφή του δρόμου ο Ανδρέας μπήκε και εκείνος στο αμάξι του και έβγαλε το κινητό του. «Έρχομαι» είπε στον συνομιλητή του και πέρασε και αυτός την πύλη των νεκροταφείων.

Σε λίγη ώρα η Ζέτα, βρισκόταν ξαπλωμένη στα πόδια της Κορνηλίας. Δεν ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού. Της είχε λείψει η παρουσία της τόσα χρόνια στην Ιταλία και τώρα την είχε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Εκείνη μαυροντυμένη και σιωπηλή κρατούσε στοργικά το κεφάλι της μικρής της και της χάιδευε τα μαλλιά. «Είμαστε μόνες πια» μονολόγησε η Ζέτα και ξέσπασε ξανά σε λυγμούς. Την έσφιξε επάνω της και δεν μίλησε. Ήξερε ότι η αγκαλιά της είναι φάρμακο για την μικρή της.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν μονότονα. Η θλίψη είχε γίνει μόνιμη συντροφιά στις δύο γυναίκες. Η Ζέτα αρνιόταν να απαντήσει στα τηλεφωνήματα των φίλων της. Δεν μίλησε ούτε στην Τζένη, αλλά ούτε και στον Νικόλα που πέρασε από το σπίτι να την δει. Έκατσε απέναντι της και για αρκετή ώρα δεν της μιλούσε, μέχρι που ξέσπασε, «Που θα πάει αυτό; Τι θα καταλάβεις αν αρρωστήσεις; Γιατί δεν απαντάς στα κορίτσια που έχουν τρελαθεί να σε καλούν;» της είπε με αυστηρό τόνο όσο εκείνη τον κοιτούσε με μάτια πρησμένα. Φαινόταν χαμένη στον κόσμο της.

«Δεν θέλω να δω κανέναν, κανέναν ακούς;» του φώναξε και ξέσπασε σε κλάματα ξανά, μπροστά του αυτή την φορά. Σφίχτηκε η καρδιά της Κορνηλίας όταν άκουσε για ακόμα μια φορά την μικρή της να σπαράζει.

«Έλα εδώ βρε κουτό, έλα στον Νικόλα σου» της είπε, κάθισε κοντά της και την πήρε αγκαλιά. «Θεωρείς ότι ο μπαμπάς σου, είναι χαρούμενος εκεί ψηλά ενώ σε βλέπει σε αυτά τα χάλια; Είναι σίγουρος ότι ο κύριος Αλέξανδρος δεν θα ήθελε να είσαι έτσι. Σύνελθε κορίτσι μου και στάσου στα πόδια σου».

«Νομίζεις ότι δεν το θέλω; Δεν μπορώ ακόμα Νικόλα. Νιώθω χαμένη και μόνη και δεν ξέρω που να πατήσω». Το τηλέφωνο του Νικόλα χτύπησε και της το έδειξε αμέσως. Ήταν η Τζένη που και αυτή μάθαινε για την φίλη της από όπου μπορούσε.

«Θα της μιλήσεις; Με παίρνει κάθε μέρα, μήπως έχω νέα σου. Έλα είναι ευκαιρία, απάντησε της».

Απρόθυμα πήρε το κινητό στα χέρια της και το έφερε στο αυτί της. «Τζενούλα...» ίσα που ακούστηκε η φωνή της. Η κοπέλα από την άλλη πλευρά άρχισε να τσιρίζει από την χαρά της. Όταν ο ενθουσιασμός της σταμάτησε άρχισε το κήρυγμα «Βρε παλιοκόριτσο, δεν μας φτάνει η στεναχώρια μας για τον κύριο Αλέξανδρο, χάθηκες και εσύ από προσώπου γης; Κόπος σου ήτανε να το σηκώσεις το ρημάδι και να πεις είμαι καλά; Αχ αν έρθω από εκεί πρώτα θα σε αγκαλιάσω και μετά θα σε ξεμαλλιάσω», της είπε με μια ανάσα και έπειτα σώπασε. Η Ζέτα χαμογέλασε αμυδρά και απάντησε απρόθυμα «Θα έρθω να σας βρω όλες, το ορκίζομαι».

«Εννοείται και θα έρθεις γιατί κανονίζουμε τις καλοκαιρινές διακοπές μας και δεν θα πεις όχι. Σηκωτή θα σε πάρουμε κακομοίρα μου, να το ξέρεις».

«Εντάξει» απάντησε η κοπέλα και έτεινε το κινητό προς τον Νικόλα.


ΈΚΑΝΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ  ΣΕΝΑHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin