Το τέλος της αθωότητας

70 2 0
                                    

Κάρπαθος, Φεβρουάριος 1783 μ.Χ.

Κυριακή ξημερώματα. Ο παπά-Κώστας είχε ήδη σηκωθεί, καθώς έπρεπε να τελέσει την λειτουργία, όπως κάθε Κυριακή άλλωστε. Η γυναίκα του, η καλόκαρδη Ευγενία, του είχε ήδη ετοιμάσει το λιτό πρωινό που έπαιρνε κάθε μέρα. Ελληνικός καφές και ένα κουλουράκι φτιαγμένο απ' τη χέρια της. Έκατσε στο τραπέζι και έκατσε κι εκείνη μαζί του.
«Σίγουρα δεν θέλεις κάτι ακόμα;» Τον ρώτησε γεμάτη έγνοια
«Σου έχω πει πως αυτό μου φτάνει. Δεν είναι καιρός για σπατάλες. Τα κορίτσια που είναι;»
«Η Ελένη και η Δήμητρα ετοιμάζονται»
«Η Χαριτίνη;»
«Κοιμάται ακόμα»
«Μα θα χάσει την λειτουργία»
«Άστην να κοιμηθεί σήμερα. Χθες έκανε άσχημο ύπνο»
«Τι έπαθε το παιδί;»
«Εδώ και τρία μερόνυχτα βλέπει συνέχεια εφιάλτες. Δεν ξέρω τι έχει πάθει. Δεν μου λέει τι έχει. Δεν τρώει, δεν κοιμάται. Ανησυχώ μην πάθει τίποτα. Το βλέμμα της είναι σκοτεινό.»
Ο παπά-Κώστας τώρα ανησυχούσε πραγματικά για την κόρη του.
«Μήπως να πας να της μιλήσεις άντρα μου; Σε 'μένα δεν ανοίγεται. Με 'σένα είναι πιο κοντά θαρρώ.»
-
Ο παπά-Κώστας μπήκε στο δωμάτιο της Χαριτίνης και την βρήκε αναστατωμένη να παραμιλάει στον ύπνο της. Πλησίασε στο κρεβάτι της και τότε εκείνη πετάχτηκε καταϊδρωμένη με το βλέμμα της πλημμυρισμένο από φόβο.
«Κορίτσι μου τι είδες; Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη;»
«Τούρκοι πατέρα. Είδα Τούρκους να έρχονται στο νησί. Να σφαγιάζουν δίχως έλεος και ν' αρπάζουν κορίτσια και μικρά αγόρια. Φοβάμαι πολύ.» Είπε με μάτια βουρκωμένα
Τότε εκείνος αγκάλιασε την 14χρονη κόρη του για να την ηρεμήσει
«Εφιάλτης ήταν Χαριτίνη μου. Μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα στο νησί μας.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Ο Θεός στέλνει σημάδια όταν γίνεται κάτι κακό. Στο νησί μας έχει χρόνια να συμβεί κάτι τέτοιο. Εδώ είμαστε ήσυχο μέρος. Δεν προκαλούμε αναστάτωση στους Τούρκους. Δεν έχουν λόγο να μας βλάψουν. Είμαστε ασφαλείς.»
«Αλήθεια λες;» Τον ρώτησε γεμάτη αγωνία
«Σου έχω πει ποτέ ψέματα;»
Τότε εκείνη έκανε ένα αρνητικό νεύμα και χαμογέλασε αμυδρά στον πατέρα της. Αγαπούσε και τη μητέρα της και τις αδερφές της, μα η αδυναμία της ήταν ο πατέρας της. Ήξερε πως να την ηρεμεί και να την κάνει να νιώθει καλά. Ο παπά-Κώστας φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της μεσαίας του κόρης και έφυγε για την εκκλησία.
-
«παπά-Κώστα!»
«Τι συνέβη κυρά-Μερόπη;»
«Σου φέρνω καλά μαντάτα»
«Σαν τι μαντάτα;»
«Ο γιος του Χρήστου, του υφασματέμπορα, ζητάει το χέρι της μεγάλης σου κόρης, της Ελενίτσας»
«Σου έχω πει κυρά-Μερόπη ότι τα κορίτσια μου θέλω να αγαπήσουν αυτόν που θα πάρουν»
«Μα αγαπιούνται δεν το 'χεις καταλάβει; Δεν έχεις δει πώς κοιτάζονται στην λειτουργία;» Του εξήγησε με μια πονηριά στο βλέμμα και τον τόνο της φωνής της
Ο παπά-Κώστας εμεινε έκπληκτος
«Θα το συζητήσω μαζί της και θα σου απαντήσω»
«Βιάσου όμως γιατί είναι κελεπούρι, πολλές τον καλοβλέπουν»
-
«Ελένη»
«Τι έγινε πατέρα;»
«Θέλω να συζητήσουμε κάτι κόρη μου»
«Σαν τι;»
«Είναι αλήθεια πώς αγαπιέστε με τον γιο του Χρήστου;»
Το 18χρονο κορίτσι κοκκίνισε ολόκληρο. Δεν περίμενε να το είχε καταλάβει ο πατέρας της.
«Πώς το έμαθες πατέρα;» Τον ρώτησε με σκυμμένο το κεφάλι
«Δεν έχει σημασία. Είναι αλήθεια;»
«Είναι» Ψέλλισε
«Τότε σου δίνω την ευχή μου»
«Αλήθεια πατέρα;» Είπε γεμάτη ενθουσιασμό με μάτια που έλαμπαν από χαρά
«Θα πάω το απόγευμα να συζητήσω με τον πατέρα του για τα αρραβωνιάσματα»
Η Ελένη τον φίλησε στο μάγουλο και έτρεξε στον υπνοδωμάτιό της να το ανακοινώσει στις αδελφές της
-
«ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΖΟΜΑΙ» Φώναξε ενθουσιασμένη
«Τι;» Ρώτησε φανερά έκπληκτη η Χαριτίνη
«Ο πατέρας έδωσε την ευχή του» Είπε με ένα πλατύ χαμόγελο
«Τον Στράτο αρραβωνιάζεσαι;» Ρώτησε η μεσαία της αδελφή με γουρλωμένα μάτια
«Ναι!»
Τότε οι αδελφές τις αγκάλιασαν και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν κυκλικά. Η 10χρονη Δήμητρα και η 14χρονη Χαριτίνη ήταν τόσο χαρούμενες που επιτέλους η αδερφή τους παντρευόταν το αγόρι που ήταν ερωτευμένη τόσους μήνες.
-
Ο παπά-Κώστας μίλησε με τον Χρήστο, τον πατέρα του Στράτου, και κανόνισαν την επόμενη μέρα να γίνει ο αρραβώνας. Όταν ήλθε επιτέλους η ημέρα τα κορίτσια ετοιμάστηκαν με μεγάλη χαρά.
«Μικρή μπορείς να πας λίγο μέσα που θέλω να πω κάτι στην Ελένη;»
«Εγώ δεν κάνει ν' ακούσω;» Ρώτησε με τη γλυκιά φωνούλα της η αξιολάτρευτη Δημητρούλα
«Είναι κουβέντες για μεγάλους»
Η μικρή αδελφή πήγε στο σαλόνι με τους γονείς της φανερά κατσουφιασμένη με τις αδελφές της
«Τώρα που έφυγε η μικρή θέλω να σου πω κάτι» Είπε η Χαριτίνη στην Ελένη
«Φαίνεσαι αναστατωμένη Χαριτίνη. Τι συμβαίνει;»
«Παντρέψου όσο πιο γρήγορα και φύγε από 'δω. Θα γενεί μεγάλο κακό και μάλιστα σύντομα»
«Τι είναι αυτά που λες;»
«Κάθε βράδυ βλέπω τον ίδιο εφιάλτη. Τούρκοι να έρχονται στο νησί και να σφάζουν ανελέητα. Σε παρακαλώ πάρε τον Στράτο και φύγετε»
«Μην μου πεις ότι πιστεύεις στα όνειρα» Της είπε περιπαικτικά η Ελένη
«Όχι, αλλά δεν γίνεται να είναι τυχαίο όλο αυτό»
«Σε παρακαλώ Χαριτίνη, μη μου χαλάς την ωραιότερη μέρα της ζωής μου. Και είναι δυνατόν εσύ κόρη παπά να πιστεύεις σε δεισιδαιμονίες; Άντε πάμε μέσα. Είναι ώρα να φύγουμε»
-
Στον αρραβώνα επικρατούσε πολύ ευχάριστο κλίμα αλλά εκείνη ήταν σκοτεινή. Τα μάτια της ήταν μελαγχολικά, που όμως την έκαναν να φαίνεται ακόμα πιο εκθαμβωτική μέσα στο λευκό φόρεμά της. Εκείνη τη βραδιά ήταν πραγματική νεράιδα. Τα μαύρα μάτια της και οι μαύρες μακριές μπούκλες της έκαναν αντίθεση με το φόρεμά της. Το μελαγχολικό της βλέμμα μαγνήτιζε, αλλά δεν την ενδιέφερε ακόμα ο γάμος. Θεωρούσε πως είναι πολύ μικρή γι' αυτά κι επιπλέον ήταν ελεύθερο πνεύμα. Της άρεσε να καβαλάει το άλογό της και να πηγαίνει στην άκρη του μικρού λόφου, όπου φαίνονταν το απέραντο γαλάζιο του πελάγους. Λάτρευε τη θάλασσα. Ο πατέρας της, της έλεγε «Να σου φέρει η θάλασσα ό,τι πραγματικά ποθείς». Εκεί, στην άκρη του λόφου, της άρεσε να απομονώνεται και είτε να τραγουδάει είτε να χορεύει είτε να διαβάζει ποιήματα. Ο παπά-Κώστας είχε μάθει και στις τρεις κόρες του να διαβάζουν γιατί θεωρούσε πως η μόρφωση είναι σημαντική τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
-
Είχαν περάσει τρεις μήνες από τότε που παντρεύτηκε η μεγάλη της αδελφή, η Ελένη. Ένιωθε νοσταλγία που είχε φύγει απ' το σπίτι, αλλά και μια ενδόμυχη χαρά, καθώς είχε φύγει και από το νησί, αφού ο Στράτος ήθελε να κάνει νέο άνοιγμα στην επιχείρηση του πατέρα του. Είχε μπει πια για τα καλά η άνοιξη, η αγαπημένη της εποχή. Ο λόφος φαινόταν ακόμα πιο όμορφος, αφού ήταν ολανθισμένος και καταπράσινος και η μυρωδιά των αγριολούλουδων σε συνέπαιρνε. Τότε ήταν που τυχαία συνάντησε έναν πλανώδιο ζωγράφο, ο οποίος μαγεύτηκε απ' την ομορφιά της και επέμενε να της κάνει έναν πίνακα. Αρχικά αρνήθηκε, αλλά η επιμονή του νίκησε τις ενστάσεις της. Ο πίνακας τελείωσε σε μία εβδομάδα και η αλήθεια ήταν πως της έμοιαζε καταπληκτικά. Εκείνη ήθελε να τον πληρώσει, αλλά ο ζωγράφος αρνήθηκε και της τον δώρησε, διότι όπως της είπε “Τα όμορφα μελαγχολικά της μάτια ενέπνευσαν το ταλέντο του”.
-
Η μέρα ήταν σκοτεινή, παρότι ήταν Μάιος. Σκούρα γκρίζα σύννεφα είχαν μαζευτεί στον ουρανό και μάλλον το πήγαινε για βροχή. Πολύ δυνατή βροχή.
«Περίεργος είναι ο καιρός σήμερα» Σχολίασε ο παπά-Κώστας
«Όντως. Παρότι είναι Μάιος είναι σαν να έχουμε βαρύ χειμώνα» Συμφώνησε η γυναίκα του
Η Χαριτίνη έπαιζε με το φαγητό της. Δεν είχε καθόλου όρεξη
«Χαριτίνη μου γιατί δεν τρως;» Την ρώτησε η μητέρα της
«Δεν έχω όρεξη μάνα, σαν να έχω έναν κόμπο στο στομάχι»
«Μήπως είσαι άρρωστη;»
«Όχι. Απλώς δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Πάω να ξαπλώσω. Καλή όρεξη»
Έπειτα από λίγα ο αέρας και η βροχή δυνάμωσαν απότομα. Τότε ήταν που κατέφθασαν τα τουρκικά καράβια στις ακτές της Καρπάθου. Οι στρατιώτες έμοιαζαν απειλητικοί. Κατέβηκαν και μπήκαν στα χωριά με τον αέρα του κατακτητή. Δίχως έλεος άρχισαν να σφάζουν άνδρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους χωρίς να τους ξεχωρίζουν. Άρπαζαν μικρά αγόρια απ' τις οικογένειές τους για γενίτσαρους και έφηβα κορίτσια για να τα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα. Η ατμόσφαιρα μύριζε αίμα αναμεμιγμένο με νερό βροχής. Κλάματα και φωνές ακούγονταν από παντού. Άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι να γλιτώσουν απ' τη χατζάρα του Τούρκου. Το κακό δεν άρχισε να φθάσει και στο σπίτι της Χαριτίνης. Δύο άνδρες χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Τα δύο κορίτσια έτρεμαν αγκαλιά.
«Ανοίξτε την πόρτα!» Φώναξε ο ένας
«Ανοίξτε την πόρτα αλλιώς θα την σπάσουμε!» Φώναξε και ο άλλος μετά από λίγα δευτερόλεπτα
«Κορίτσια γρήγορα! Κρυφτείτε στο πατάρι!» Τους είπε η μητέρα τους
Τα κορίτσια ανέβηκαν με γοργό βήμα στο πατάρι. Την πόρτα άνοιξε ο παπά-Κώστας
«Τι θέλετε;» Τους είπε με ψυχραιμία
«Εχεις παιδιά;» Τον ρώτησαν
«Όχι. Άκληρος είμαι»
Εκείνοι τον παραμέρισαν και άρχισαν να ψάχνουν όλο το σπίτι διαλύοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Η Ευγενία έκλαιγε ακατάπαυστα. Τότε ο ένας την έπιασε απ' τον γιακά.
«Που έχετε κρύψει τα παιδιά σας;!;!» Ούρλιαξε
«Σας είπε ο άντρας μου. Δεν έχουμε παιδιά» Του απάντησε έντρομη
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένα παιδικό κλάμα. Η Χαριτίνη είχε κλείσει με το χέρι της στο στόμα της μικρής αδελφούλας της αλλά δεν μπορούσε να την συγκρατήσει. Οι δύο στρατιώτες κατευθύνθηκαν προς το πατάρι και βρήκαν τα δύο μικρά κορίτσια σφιχταγκαλιασμένα με βουρκωμένα μάτια να τρέμουν.
«Ώστε δεν έχετε παιδιά» Τους είπε ο ένας με σαρκαστικό χαμόγελο
Η Ευγενία τους όρμηξε φωνάζοντας «Μην αγγίζετε τις κόρες μου!» αλλά εκείνοι την έσπρωξαν και έπεσε κάτω χτυπώντας το χέρι της. Ο παπά-Κώστας αγκάλιασε τη γυναίκα του και οι δύο στρατιώτες άρπαξαν τα μικρά κορίτσια, μαζί και τον πίνακα της Χαριτίνης. Τότε ο πατέρας τους ούρλιαξε «Αφήστε κάτω τις κόρες μου καταραμένοι!»
Οι δύο Τούρκοι στρατιώτες τον κλώτσησαν και έφυγαν. Φόρτωσαν τη Χαριτίνη και τη Δήμητρα στο καράβι μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά που είχαν αρπάξει και σάλπαραν για την Πόλη. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που είδε η Χαριτίνη το νησί της.
-
Τις πέταξαν σε μια αποθήκη δεμένες σαν τσουβάλια μαζί με άλλες 25 κοπέλες. Η Δήμητρα μπουσούλησε και πήγε δίπλα στην αδερφή της.
«Θα μας σκοτώσουν;» Την ρώτησε μέσα απ' τ' αναφηλητά της
«Όχι. Μη φοβάσαι. Είμαι εγώ εδώ». Την αγκάλιασε όπως μπορούσε και τη φίλησε στο κεφάλι για να την ηρεμήσει
«Θέλω τη μαμά και τον μπαμπά. Φοβάμαι πολύ και μου λείπουν»
«Και 'μένα μου λείπουν ψυχή μου» Είπε με σπασμένη φωνή
Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα δύο άνδρες. Περιεργάστηκαν όλα τα κορίτσια και έδειξαν τις δύο αδελφές και άλλες 5. Τις σήκωσαν με τη βία και τις φόρτωσαν σε ένα κάρο.
«Πρόσεξτε τες αξίζουν πολλά λεφτά»
«Που μας πάνε;» Την ρώτησε η μικρή
«Μακάρι να 'ξερα»
Μετά από αρκετές ώρες ταξίδι τις κατέβασαν και βρέθηκαν στη μεγάλη αγορά. Τις πήγαν προς τα εκεί που ήταν και τα υπόλοιπα κορίτσια, στο σκλαβοπάζαρο. Έτυχε να περνάει από εκεί ο Μπεϊλέρ Μπέης μαζί με τον υπηρέτη του. Έπιασε κουβέντα με τον πωλητή, καθώς φαίνεται πως τον γνώριζε. Η Χαριτίνη σήκωσε τυχαία το κεφάλι της και τότε την πρόσεξε. Αμέσως ρώτησε πόσο την πουλάει. Άρχισαν να κάνουν παζάρια. Μόλις το κατάλαβε αυτό το νεαρό κορίτσι άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι. Αυτός ο άνδρας φαινόταν πολύ μεγαλύτερός της, πρέπει να είχαν διαφορά γύρω στα 30 - 35 χρόνια. Δεν μπορούσε ούτε καν να σκεφτεί ότι θα κατέληγε στα χέρια του. Όταν επιτέλους συμφώνησαν στην τιμή, ο Μπεϊλέρ Μπέης διέταξε τον υπηρέτη του να την πάρει. Εκείνη αντιστάθηκε ουρλιάζοντας. Ο Μπέης πλήρωσε τον πωλητή και τους διέταξε να φύγουν για το σπίτι του. Όμως η Χαριτίνη δεν ήθελε να φύγει αφήνοντας την μικρή της αδελφή πίσω μόνη.
«Σε παρακαλώ πάρε και την αδερφή μου» Είπε κλαίγοντας
Την αγριοκοίταξε και έκανε απλώς ένα νεύμα στον υπηρέτη του για να φύγουν. Η Δήμητρα άρχισε να φωνάζει να μην την αφήσει μόνη και η Χαριτίνη της έπιασε το χέρι. Ο υπηρέτης του προσπαθούσε να την πάρει αλλά εκείνη δεν άφηνε το χέρι της Δημητρούλας
«Μην μ' αφήνεις Χαριτίνη, σε παρακαλώ» Είπε δακρυσμένη η μικρή
«Δεν θα σ' αφήσω ποτέ! Αφήστε με! Μην με χωρίζετε απ' την αδερφή μου!» Ούρλιαξε
«Πάρτην να τελειώνουμε!» Διέταξε ο Μπέης
Ο υπηρέτης την τράβηξε πιο δυνατά. Τα χέρια τους είχαν ιδρώσει και γλιστρούσαν. Το χέρι της Δημητρούλας ξέφυγε απ' της Χαριτίνης και τότε εκείνη άρχισε ν' απομακρύνεται με τη βία, αφήνοντας -παρά τη θέλησή της- μόνο το μικρό κορίτσι.
-
Όταν κατέφθασε στο σπίτι του Μπεϊλέρ Μπέη ήταν τρομαγμένη και σφιγμένη. Δεν μπορούσε να περπατήσει, ούτε καν να μιλήσει. Σκεφτόταν συνέχεια τη μικρή της αδελφή. Που θα κατέληγε; Πώς θα τα κατάφερνε μόνη της μες τα θηρία;
«Πρώτη πόρτα αριστερά θα είναι η κάμαρή σου. Δεν θα σε αγγίξω μέχρι να παντρευτούμε γιατί αυτό πρεσβεύει το κοράνι» Της είπε ο Μπλεϊλερ Μπέης
Εκείνη τον κοίταξε αδιάφορα
«Αύριο κιόλας θα γίνεις μουσουλμάνα και σε μία εβδομάδα θα γίνει ο γάμος. Η Αϊσέ θα κατέβει στο παζάρι να σου αγοράσει καθαρά ρούχα. Πήγαινε τώρα μέσα να ξεκουραστείς»
Εκείνη περπάτησε σαν ζωντανή - νεκρή και βρήκε το δωμάτιό της. Μέσα ήταν μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας. Ούτε που την πρόσεξε. Έπεσε στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει σπαρακτικά καλύπτοντας το πρόσωπό της με το μαξιλάρι. Η γριά γυναίκα την πλησίασε και της έπιασε απαλά το χέρι.
«Μην κλαις κορίτσι μου και μου σπαράζεις την καρδιά» Της είπε τρυφερά
Η Χαριτίνη σήκωσε το κεφάλι της και είδε τη γυναίκα να την κοιτάζει με αγάπη
«Και τι να κάνω;» Την ρώτησε
«Να κοιτάς τα θετικά» Της απάντησε
«Ποια είναι τα θετικά;» Φώναξε «Ότι έχασα ολόκληρη την οικογένειά μου;»
«Ο Μπεϊλέρ Μπέης είναι άρχοντας. Θα ζήσεις μια καλή ζωή δίπλα του»
«Δεν θέλω να ζήσω μαζί του! Θέλω να πάω σπίτι μου!» Είπε και έπεσε στην αγκαλιά της κλαίγοντας γοερά
-
Της έδωσαν το όνομα Γκιζέμ. Μετά από μία εβδομάδα έγινε κι ο γάμος. Άραγε αυτή θα ήταν η ζωή της από 'δω και πέρα; Να ζήσει στο πλευρό ενός άνδρα που δεν αγαπούσε; Τι της επιφύλασσε το μέλλον;

Κάποτε στην Πόλη Where stories live. Discover now