Η αίσθηση του καθήκοντος

64 1 4
                                    

Μάνη, Πόρτο Κάγιο, 1787 μ.Χ.

Ο Τζανέτος Λάσκαρης καθόταν στο γραφείο του οντά του κι έγραφε. Η πόρτα χτύπησε
«Περάστε»
Μπήκε ο πατέρας του, ο Μάρκος
«Τι γράφεις αγόρι μου εκεί;» Τον ρώτησε
«Τίποτα σημαντικό πατέρα. Κάποιες σκέψεις μου»
«Σε λίγες μέρες φεύγεις για την Πύλη...»
«Το ξέρω. Δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς. Θα τα καταφέρω»
Πριν από ένα μήνα περίπου είχε έρθει φιρμάνι απ' τον σουλτάνο ότι ο μεγάλος γιος του Μάρκου Λάσκαρη, όπως και άλλων καπεταναίων, έπρεπε να πάει στην Πύλη ως χρέος της Μάνης προς την οθωμανική αυτοκρατορία.
«Να πας και να γυρίσεις πίσω αγόρι μου. Πολλοί δεν ξαναγύρισαν»
«Μην ανησυχείς πατέρα. Εγώ θα πάω και θα γυρίσω για να υπηρετήσω τον τόπο μου. Τώρα όμως πρέπει να κάνω το χρέος μου»
-
Οι μέρες πέρασαν και ήρθε η μέρα για την αναχώρηση του Τζανέτου. Όλος ο πύργος ήταν ανάστατος. Ήταν πολύ αγαπητός, όχι μόνο στον πύργο αλλά και σε όλο το Πόρτο Κάγιο λόγω του χαρακτήρα του. Πολλοί ήταν αυτοί που τον χαρακτήριζαν οξυδερκή, τίμιο, καθαρό και λεβέντη κι επιπλέον ήταν και το καμάρι των γονιών του. Προσπαθούσαν να μην ξεχωρίζουν τους τρεις γιους τους, αλλά μερικές φορές δεν τα κατάφερναν. Ποτέ όμως δεν αδίκησαν κανέναν τους. Παρόλα αυτά, ο μεσαίος του αδελφός, ο Μιχαήλ, έτρεφε μια ενδόμυχη ζήλια για εκείνον, που όμως δεν άφηνε να φανεί. Όλοι μαζεύτηκαν στη μεγάλη σάλα για να τον αποχαιρετήσουν. Οι γονείς του και όλο το προσωπικό του πύργου τον γέμισαν με φιλιά, αγκαλιές και ευχές. Ο αδερφός του, Μιχαήλ, τον αγκάλιασε με μισή καρδιά και του ευχήθηκε ψυχρά “καλώς να πάει”. Καθώς πήγαινε στον οντά του να μαζέψει κάποια τελευταία πράγματα, στον διάδρομο πετάχτηκε και τον αγκάλιασε ο μικρός του αδερφός, ο Κανέλλος.
«Κανέλλο μου που ήσουν; Νόμιζα θα φύγω και δεν θα σε χαιρετήσω»
Γονάτισε για να είναι στο ίδιο ύψος με τον αδελφό του
«Μην πας αδερφέ, σε παρακαλώ, φύγε στα βουνά και κρύψου»
«Τι λες μωρέ; Δεν ντρέπεσαι λίγο;» Μάλωσε τον μικρό του αδερφό
«Άκουσα ότι όσοι πάνε στην Πόλη δεν ξαναγυρνάνε»
«Κάποτε θα γυρίσω. Στο υπόσχομαι»
«Μη φύγεις Τζανέτο» Του είπε ο μικρός Κανέλλος με παράπονο
«Είναι χρέος μου να το κάνω κι αν ήσουν στη θέση μου ούτε εσύ θα κρυβόσουν σαν τον ποντικό» Του εξήγησε με σοβαρό ύφος «Κι αφού ο πατέρας μας μαζί με τους άλλους καπεταναίους δέχτηκαν τον όρο του σουλτάνου, δεν θα πάρουμε τον λόγο μας πίσω. Είμαστε Μανιάτες ωρέ! Και είμαστε και Λασκαραίοι. Κι αν αυτό χρειάζεται για να μείνει ο τόπος μας αδούλωτος, αυτό θα γίνει. Μικρό το τίμημα αδελφέ. Τιποτένιο»
«Δεν φταίμε εμείς που η σειριά του Μπίρη Γρηγοράκη μπήκε στο κάστρο του Πασσαβά»
«Κανέλλο!» Τον ξαναμάλωσε «Κάνανε αυτό που έπρεπε! Κι αφού ο σουλτάνος έστειλε τον λογαριασμό... Όλοι μαζί θα τον πληρώσουμε. Γιατί εμείς είμαστε το ίδιο γένος. Κι όταν το καταλάβουμε και γίνουμε όλοι μαζί μια γροθιά... Ίσως μετά....» Κοίταξε γύρω του και συνέχισε ψιθυριστά «Ίσως καταφέρουμε να τη ρίξουμε στο κεφάλι του κατακτητή»
Σηκώθηκε και φίλησε τον μικρό Κανέλλο στο κεφάλι
«Να 'σαι γενναίος μικρέ. Μια μέρα θα ξανανταμώσουμε»
-
Το βράδυ σάλπαρε με το καράβι για την Πόλη. Μέσα υπήρχαν κι άλλοι πρωτότοκοι καπεταναίων. Θα κρατούσε μέρες αυτό το ταξίδι και η θητεία του εκεί πολύ καιρό, όμως είχε χρέος να το κάνει για τον τόπο. Κάποτε θα γινόταν και ο ίδιος καπετάνιος. Έπρεπε να αποδείξει την ανδρεία του. Τώρα έπρεπε να είναι θαρραλέος.
«Εεε εσύ τίνος γιος είσαι;»
«Σ' εμένα μιλάς»
«Ε σ' εσένα ρε γούδελο»
«Του Λάσκαρη. Εσύ;»
«Του Στεφανέα»
«Για την Πόλη φαντάζομαι»
«Για που αλλού; Για τον Γρηγοράκη την πληρώνουμε όλοι τώρα»
«Είναι χρέος μας»
«Θα μπορούσαμε να την είχαμε γλιτώσει»
«Έκαναν αυτό που έπρεπε. Κι εμείς θα κάνουμε το χρέος μας»
«Δεν ήξερα ότι ο Λάσκαρης έχει τόσο γενναίο γιο»
«Όλοι πρέπει να 'μαστε αδερφέ. Παρεμπιπτόντως εμένα με λένε Τζανέτο»
«Γιώργης»
Οι δύο νεαροί άνδρες έδωσαν τα χέρια
«Ρε Λάσκαρη σε παραδέχομαι είσαι λεβέντης ωρέ. Ακόμα και στη φωτιά θα έπεφτες για τη Μάνη»
«Όταν είσαι ο επόμενος καπετάνιος της σειριάς σου έτσι πρέπει να συλλογάσαι»
«Άιντε πάμε μέσα. Έχει φαγητό και κρασί. Όχι τόσο καλό σαν κι αυτό που έχουμε στη Μάνη, αλλά πίνεται»
Ο Τζανέτος ακολούθησε τον Γιώργη στο εσωτερικό και καραβιού και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί που καθόντουσαν όλοι οι πρωτότοκοι των καπεταναίων. Αυτούς τους μήνες που διήρκησε το ταξίδι γνωρίστηκαν μεταξύ τους και όποτε μπορούσαν έστηναν γλέντια με μανιάτικα τραγούδια και χορούς, αφού μόλις έφταναν στην Πόλη θα τους έριχναν αμέσως στην αγγαρεία. Έπειτα από 2 μήνες επιτέλους έφτασαν. Στην προβλήτα τους περίμενε ένας απεσταλμένος του σουλτάνου όπου τους οδήγησε στην Πύλη. Εκεί έδωσαν στον καθένα από μια αγγαρεία.
-
Η ζωή στην Πόλη ήταν δύσκολη, ειδικά για τους γιους των Καπεταναίων που βρισκόταν εκεί σαν φόρος των πατεράδων τους, αλλά είχε και τα καλά της. Όταν τελείωναν με τις αγγαρείες στην Πύλη μπορούσαν να βγουν για σεργιάνι και ν' απολαύσουν τις ομορφιές της Πόλης. Δεν έλειπαν φυσικά τα καπηλειά. Στους φίλους του Τζανέτου άρεσε να περνούν εκεί τον ελεύθερο χρόνο τους, αλλά εκείνος δεν το προτιμούσε, όπως και στη Μάνη και δεν έκανε το ίδιο. Προτιμούσε να βγει το βράδυ για έναν περίπατο στην Πόλη και να την απολαύσει. Η μοναξιά τον ηρεμούσε έπειτα απ' τις σκληρές αγγαρείες που αναγκαζόταν να φέρει εις πέρας. Σε μία από αυτές τις βραδινές βόλτες σκέφτηκε πως εδώ δεν ήρθε μόνο για να επιτελέσει τον σκοπό του, αλλά ότι αυτή η πόλη θα άλλαζε μια για πάντα τη ζωή του.

Κάποτε στην Πόλη Where stories live. Discover now