Η ματιά του έρωτα

34 1 0
                                    

Αυτά τα 4 χρόνια που η Χαριτίνη ήταν παντρεμένη με τον μπεηλέρμπεη, η μελαγχολία δεν είχε φύγει απ' τα όμορφα μαύρα μάτια της. Μέρα με τη μέρα μαράζωνε. Αυτός ο άνθρωπος κατέτρωγε όλη τη φρεσκάδα της νιότης της. Στα 18 της χρόνια ήταν ακόμα πολύ όμορφη, ίσως πιο όμορφη απ' όταν παντρεύτηκε, αλλά της έλειπε αυτή η ζωντάνια και η αισιοδοξία όταν ήταν ελεύθερη στο νησί της και ζούσε με την οικογένειά της. Ζούσε σε ένα όμορφο σπίτι, αλλά κυκλοφορούσε σαν χαμένη, απλά υπήρχε, δεν ζούσε. Βέβαια πάντα στις δύσκολες στιγμές της στεκόταν η καλόκαρδη Αϊσέ. Της είχε ανοιχτεί αρκετές φορές όλα αυτά τα χρόνια, μιλώντας της για τα όμορφα παιδικά χρόνια που είχε ζήσει στον επίγειο παράδεισο -όπως αποκαλούσε το νησί της-, για το πόσο της έλειπε η οικογένειά της και την μεγαλύτερη της  επιθυμία απ' όλες, πόσο θα ήθελε να είχε παντρευτεί έναν άνδρα από έρωτα και να ζούσε ελεύθερη μαζί του.
-
Ξημέρωσε ακόμα μία μέρα σε αυτό το καταραμένο -όπως αποκαλούσε- σπίτι κι εκείνη μετά βίας σηκώθηκε απ' το κρεβάτι, όπως κάθε μέρα. Ο άντρας της έλλειπε σε δουλειές, οπότε σκέφτηκε να πάει στην αγορά να κάνει μερικά ψώνια για το σπίτι. Ήταν ευκαιρία να ξεδώσει και λίγο, δεν άντεχε άλλο μέσα σ' εκείνο το χρυσό κλουβί. Αυτή της η απλή απόφαση άλλαξε τη ζωή της για πάντα. Καθώς διάλεγε μερικά λαχανικά τον είδε να περπατάει και να περνάει από μπροστά της. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν μόνο για μια στιγμή. Ο χρόνος σταμάτησε. Ήταν ένας όμορφος ψηλός ξανθός νέος, με λυγερή κορμοστασιά και περήφανο βηματισμό, γύρω στα 25. Ένιωσε για μια στιγμή την καρδιά της να σταματά. Όταν συνήλθε συνέχισε τα ψώνια της όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Γύρισε σπίτι, τακτοποίησε τα πράγματα και αμέσως έτρεξε στην κάμαρή της. Η καρδιά της χτυπούσε ωσάν τρελή και τα χέρια της έτρεμαν. Άραγε αυτό που ένιωθε ήταν έρωτας; Έρωτας σαν αυτούς που περιέγραφαν τα βιβλία που διάβαζε μικρή;
-
Όταν ο Τζανέτος έπεσε να κοιμηθεί δεν μπορούσε να βγάλει απ' το μυαλό του αυτό το ζεστό μελαγχολικό βλέμμα. Παραδέχτηκε στον εαυτό του πως αυτά τα εκθαμβωτικά μαύρα μάτια του είχαν κλέψει την καρδιά. Έπρεπε να την ξαναδεί. Να της μιλήσει. Ν' ακούσει τη φωνή της. Να δει το πρόσωπό της. Μα που θα την έβρισκε; Τόσα πολλά ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό του που εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Το πρωί σηκώθηκε με δυσκολία. Σήμερα έπρεπε να πάει μαζί με τον Γιώργη στο λιμάνι να ξεφορτώσουν κάτι κιβώτια με μπαρούτι που μόλις είχαν έρθει.
«Ει, Τζανέτο που τρέχει ο λογισμός σου;»
«Τι είπες Γιώργη;»
«Αφηρημένος είσαι μωρέ αδερφέ; Ρώτησα που τρέχει ο λογισμός σου»
«Πουθενά. Απλώς είμαι άυπνος. Άντε βοήθα να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα»
Η ρουτίνα της σκληρής δουλειάς τον είχε κουράσει και η μόνη του παρηγοριά ήταν να σκέφτεται εκείνα τα όμορφα μαύρα μάτια που ήθελε διακαώς να ξαναδεί.
«Τζανέτο. Τζανέτο!»
«Τι έγινε ρε Γιώργη; Με κοψοχόλιασες»
«Σε παρατηρώ μέρες τώρα και δεν μου φαίνεσαι καλά»
«Σαν τι έχω δηλαδή ρε γούδελο;»
«Είσαι συνεχώς αφηρημένος, κοιτάς το κενό και χαμογελάς.... Μήπως είσαι ερωτευμένος;»
«Πώς σου ήρθε αυτό;» Τον ρώτησε με ψεύτικο ξαφνιασμένο ύφος
«Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς»
«Λάθος κατάλαβες»
«Καλααα.... Στον εαυτό σου μπορείς να το αρνείσαι όσο θες αλλά εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις»
«Καληνύχτα Γιώργη»
«Καληνύχτα. Όνειρα γλυκά και απονήρευτα» Του απάντησε με περιπαικτικό τόνο
Η αλήθεια ήταν ότι στον εαυτό του το είχε ομολογήσει απ' την πρώτη στιγμή, αλλά δεν τολμούσε να το ομολογήσει σε κανέναν άλλον. Γιατί δεν ήξερε ποια ήταν αυτή η κοπέλα. Ήθελε τόσο πολύ να την βρει, αλλά ήταν σχεδόν αδύνατο. Τις επόμενες ημέρες πήγε πολλές φορές στο σημείο που την είδε όμως δεν τη βρήκε.
-
«Ποιος απ' όλους σας είναι ο Λάσκαρης;»
«Εγώ» Αναφώνησε ο Τζανέτος
«Λοιπόν, επειδή ο σουλτάνος σ' έχει συμπαθήσει για τον ζήλο που επιδεικνύεις, σήμερα σου ανέθεσε κάτι πιο ξεκούραστο. Θα πας αυτές τις επιστολές και τα έγγραφα στον μπεηλέρμπεη. Πρόσεχε γιατί είναι σημαντικά! Αν δεν είναι εκεί θα σου ανοίξει ή η γυναίκα του ή η υπηρέτρια τους, η Αϊσέ. Δώστα σ' αυτές»
«Πείτε πως έγινε»
Ο Τζανέτος ξεκίνησε για το σπίτι του Μπέη. Τουλάχιστον σήμερα δεν είχε βαρύ πρόγραμμα. Όμως αυτό το βλέμμα είχε κατασκηνώσει στο μυαλό του και δεν έλεγε να φύγει. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε εκείνη. Ξαναείδε αυτά τα μάτια που τόσο ποθούσε να δει. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει
«Έφερα αυτά τα έγγραφα για τον μπεηλέρμπεη. Είμαι απεσταλμένος του σουλτάνου» Της είπε μ' έναν κόμπο στον λαιμό
«Δώστε τα σε 'μένα. Είμαι η γυναίκα του» Είπε ψιθυριστά με κατεβασμένο το κεφάλι
Ώστε γυναίκα του Μπέη. Ήταν παντρεμένη. Όταν το άκουσε κάηκαν τα σωθικά του. Η νεαρή κοπέλα άπλωσε τα χέρια της για να πάρει τα έγγραφα και τότε άγγιξαν ο ένας τα χέρια του άλλου. Ήταν απαλά. Πολύ απαλά. Σε μία παράτολμη κίνηση ο Τζανέτος πήρε το δεξί της χέρι και το φίλησε τρυφερά. Ζαλίστηκε απ' τη μυρωδιά του, αλλά κατάφερε να της συστηθεί
«Τζανέτος Λάσκαρης. Απ' τη Μάνη» Της είπε χαμογελώντας αμυδρά
Εκείνη τον κοίταζε συνεπαρμένη. Συνεπαρμένη απ' την ομορφιά και τους τρόπους του
«Γκιζέμ» Του απάντησε
Εκείνος την κοίταξε μέσα στα μάτια. Αυτό το ζεστό μελαγχολικό βλέμμα τον μάγεψε γι' ακόμα μια φορά. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον για τουλάχιστον 10 λεπτά χωρίς να το καταλάβουν σε μια αμήχανη σιωπή. Τότε εκείνη ήταν που έσπασε τη σιωπή
«Ευχαριστούμε για την εξυπηρέτηση. Μπορείτε να πηγαίνετε» Του είπε με μια γλυκύτητα στη φωνή
«Χάρηκα που σε γνώρισα... Γκιζέμ» Της απάντησε χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από πάνω της
Η Χαριτίνη έκλεισε την πόρτα πίσω της και ανέπνευσε. Ένιωσε ότι όλη την ώρα της συζήτησης δεν είχε πάρει ούτε ανάσα. Άρχισε να δακρύζει. Ήταν όντως ερωτευμένη. Ερωτευμένη με αυτόν τον νέο που τον έλεγαν Τζανέτο και της φέρθηκε με τόση τρυφερότητα. Ήταν αμοιβαίο. Το είδε στο βλέμμα του. Το πρόσεξε στις εκφράσεις του, στον τρόπο που μιλούσε, στην κινησιολογία του. Πώς θα το αντιμετώπιζε; Κι αν τη διεκδικούσε; Ήταν σίγουρη πως δεν θα μπορούσε ν' αντισταθεί. Απ' την πρώτη στιγμή που τον είδε ένιωσε μια έλξη και μετά απ' αυτή την τυχαία συνάντηση είχαν δυναμώσει τα συναισθήματά της για εκείνον. Ήθελε πάντα να ερωτευτεί τον άνθρωπο που θα παντρευόταν και κατέληξε να είναι παντρεμένη με έναν δυνάστη που δεν αγαπάει και τώρα, ακόμα χειρότερα, να είναι ερωτευμένη με κάποιον που δεν μπορεί να είναι μαζί. Θα τρελενόταν. Άρχισε να κλαίει δίχως έλεος. Η Αϊσέ έτρεξε αμέσως κοντά της
«Τι έπαθες Γκιζέμ μου;» Τη ρώτησε ανήσυχα
«Είμαι δυστυχισμένη Αϊσέ» Είπε μες τ' αναφηλητά της
«Ηρέμησε κορίτσι μου. Πάμε στην κάμαρή σου να ξαπλώσεις»
«Δεν μπορώ» Απάντησε αδύναμα
Η Αϊσέ βοήθησε το νεαρό κορίτσι να πάει μέχρι το κρεβάτι της και ύστερα της έφτιαξε ένα ματζούνι που την βύθισε σ' έναν βαρύ ύπνο δίχως όνειρα
-
Ο Τζανέτος δεν μπορούσε να βγάλει απ' το μυαλό του αυτό που είχε μάθει. Πώς ήταν δυνατόν αυτό το τόσο μικρό κορίτσι να είναι παντρεμένο μ' έναν άνδρα που θα μπορούσε να είναι πατέρας της; Στο τόπο του δεν ήταν συνηθισμένα αυτά τα πράγματα, αλλά δυστυχώς στην οθωμανική αυτοκρατορία πολλά κορίτσια παντρευόταν από μικρή ηλικία άνδρες πολύ μεγαλύτερους τους. Ήταν ερωτευμένος. Δεν μπορούσε πια να το αρνηθεί στον εαυτό του. Από τη μία δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να πάθει τίποτα κακό απ' τον άντρα της αν μάθαινε το παραμικρό για τα αισθήματά του, όμως η καρδιά του φώναζε να την διεκδικήσει και ό,που  βγει. Πιο πολύ φοβόταν γιατί ήξερε ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Το είδε στα μάτια της, το κατάλαβε απ' την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Τυχαία, άκουσε ότι αύριο ο άνδρας της θα έλειπε σχεδόν όλη μέρα. Είχε δουλειές με τον σουλτάνο. Το είχε πάρει απόφαση. Θα πήγαινε να της μιλήσει κι ας τον απέρριπτε.

Κάποτε στην Πόλη Where stories live. Discover now