Το αίσθημα της ευτυχίας

14 2 2
                                    

Η Χαριτίνη ένιωθε η πιο ευλογημένη γυναίκα του κόσμου. Σε λίγους μήνες θα γεννούσε το παιδί του ανθρώπου που αγαπούσε. Πήγαινε όλη την ώρα πάνω - κάτω μέσα στο σπίτι. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει απ' τον ενθουσιασμό που ένιωθε. Έπιανε συνεχώς την κοιλιά της. Ακόμα δεν φαινόταν τίποτα, αλλά ανυπομονούσε να φουσκώσει, να βλέπει σιγά σιγά αυτό το πλασματάκι να μεγαλώνει μέσα της. Μόνο που όλα αυτά δεν μπορούσε να τα εκμυστηρευτεί σε κανέναν. Αυτή τη στιγμή θα ήθελε να έχει κοντά της τις αδελφές για να μοιραστεί μαζί τους τα συναισθήματά της. Κάπου έπρεπε να τα πει αλλιώς θα έσκαγε. Άρπαξε ένα χαρτί, ένα μελανοδοχείο και ένα πούπουλο και άρχισε να γράφει “Αγαπημένες μου αδελφές,
Η ζωή μου άλλαξε ριζικά από τότε που τον γνώρισα. Ενώ στην αρχή φοβήθηκα να ενδώσω σε κάτι τόσο δυνατό, τελικά τον εδέχτηκα για σύντροφό μου. Είναι καλός και τρυφερός μαζί μου. Το παιδί το εδέχτηκε με μεγάλη χαρά. Ανυπομονούμε να γενούμε γονείς και να φύγουμε στον τόπο του όπως μου υποσχέθηκε
Πήρε το χαρτί, το έκρυψε σε ένα μικρό δρύινο κουτάκι κι έπειτα το κλείδωσε. Αυτές ήταν οι σκέψεις και τα συναισθήματά της που μόλις είχε εξομολογηθεί -έτσι ένιωθε δηλαδή- στις αδελφές της. Δεν ήθελε να γνωρίζει κανείς άλλος. Ούτε καν η Αϊσέ. Τόσα χρόνια την ήξερε και την αγαπούσε, όμως ένιωθε πως δεν ήταν ακόμα έτοιμη να της εκμυστηρευτεί κάτι τέτοιο και να την αναγκάσει να κουβαλάει ένα τέτοιο βάρος.
-
Ο Τζανέτος ενώ είχε κάνει πολλές φιλίες όλον αυτόν τον καιρό, μία απ' αυτές και με τον Διογένη που γνωρίστηκαν στον Πόντο, ένιωθε ότι δεν μπορούσε να αποκαλύψει σε κανέναν τη σχέση του με την Χαριτίνη και ειδικά ότι περιμένουν παιδί. Ο Γιώργης βέβαια δεν θα κατέθεται εύκολα τα όπλα, αλλά εκείνος είχε αποφασίσει να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Αυτή η ιστορία ήταν κάτι δικό του και δεν ήθελε να την μοιραστεί με κανέναν.
-
Ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα. Η Χαριτίνη τρόμαξε πως ήταν ο Μπέης, όμως τελικά ήταν Αϊσέ που μόλις είχε επιστρέψει απ' τη μονοήμερη επίσκεψη στην αδερφή της. Ο φόβος της δημιουργούσε παράλογες σκέψεις
«Γκιζέμ μου πως είσαι; Το μωρό;» Την ρώτησε ενώ την αγκάλιασε
«Καλά είμαστε κι οι δυο Αϊσέ»
«Νομίζω πως πρέπει να γράψουμε του Μπέη. Να το μάθει κι εκείνος να χαρεί. Μόνο σκοτωμούς βλέπει εκεί που είναι. Ας μάθει κι ένα καλό μαντάτο»
Η Χαριτίνη πάγωσε. Αυτό το ενδεχόμενο δεν το είχε σκεφτεί
«Αϊσέ δεν ξέρουμε που ακριβώς βρίσκεται κι επιπλέον θα ήθελα να μάθει από κοντά ένα τόσο σημαντικό νέο» Της απάντησε με το άγχος να είναι ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της
«Μα γιατί να αργήσει να το μάθει; Θα χαρεί πάρα πολύ. Είναι το πρώτο σας παιδί μετά από τόσα χρόνια γάμου. Όσο για το που βρίσκεται και αν θα το παραλάβει, μην ανησυχείς, θα τα φροντίσω όλα εγώ» Είπε με ενθουσιασμό
«Αϊσε μου ξέρεις πόσο σε αγαπάω, αλλά θα ήθελα να σεβαστείς την επιθυμία μου. Ακριβώς επειδή είναι ένα τόσο σημαντικό νέο θα ήθελα να του το πω από κοντά. Είναι το πρώτο μας παιδί»
Την είχε λούσει κρύος ιδρώτας
«Όπως θες εσύ παιδί μου. Όμως να ξες ότι υπάρχει και το ενδεχόμενο να σκοτωθεί στον πόλεμο. Ας μάθαινε τουλάχιστον για το παιδί του»
«Δεν θα πάθει τίποτα. Σε τόσους πολέμους έχει πάει, είναι έμπειρος. Μόλις γυρίσει θα του το πούμε και θα κάνουμε και γλέντι τρικούβερτο»
Παρόλο που ήταν καλοπροαίρετος άνθρωπος, η Χαριτίνη παρακαλούσε να πεθάνει ο σύζυγος της σε κάποια μάχη, ώστε να τελειώνουν επιτέλους τα βάσανά της. Να μπορεί να ζήσει ελεύθερη με τον Τζανέτο και το παιδί τους. Αυτή η σκέψη της ζέσταινε την καρδιά. Αυτό φανταζόταν κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί. Και με αυτήν την τρυφερή εικόνα την έπαιρνε γλυκά ο ύπνος και ονειρευόταν τη ζωή της με την οικογένειά τους στον τόπο του.
-
Μόλις είχε ξαπλώσει όταν άκουσε για ακόμα μια φορά τα πετραδάκια στο παραθύρι της
«Τι κάμεις εδώ; Η Αϊσέ έχει επιστρέψει» Τον ρώτησε με φανερή ανησυχία στη φωνή
«Δεν θα άντεχα αν δεν σε έβλεπα»
«Είναι ριψοκίνδυνο αυτό που κάνεις»
«Μπορώ ν' ανέβω;»
«Η Αϊσέ δεν έχει γύρει ακόμα. Θα κατέβω εγώ»
«Δεν θέλω να κουράζεσαι»
«Μην ανησυχείς και δεν παθαίνω τίποτα»
Την επόμενη κιόλας στιγμή είχε βρεθεί στην αγκάλη του. Φιλήθηκαν με πάθος
«Πώς είστε καρδιά μου;»
«Πολύ καλά. Κι εγώ και το παιδί μας» Του απάντησε με πλατύ χαμόγελο
«Φαίνεται τίποτα;»
«Όχι ακόμα»
Είδε την προσμονή στο βλέμμα του
«Κι εγώ ανυπομονώ να το νιώσω Τζανέτο μου. Θέλω τόσο πολύ»
«Αυτό το μωρό το αγαπάω ήδη. Γιατί είναι το παιδί μας Χαριτίνη»
Εκείνη συγκινήθηκε και της ξέφυγε ένα δάκρυ. Έβαλε το χέρι του στο μάγουλό της να το σκουπίσει
«Έι. Γιατί κλαίς τώρα;» Την ρώτησε με γλύκα
«Είναι από συγκίνηση. Να σου εξομολογηθώ κάτι;» Είδε την συγκατάθεση στα μάτια του και συνέχισε «Όλη μέρα την κοιτάζω. Περιμένω να φουσκώσει. Περιμένω να το νιώσω. Περιμένω να γεννηθεί. Θέλω τόσο πολύ να το κρατήσω στην αγκαλιά μου. Να δω τα αθώα του ματάκια»
Την άκουγε με μεγάλη προσοχή. Με αυτήν την κοπέλα θα έφτιαχνε την πιο όμορφη οικογένεια. Την οικογένειά του θα έδενε η αγάπη και όχι μόνο το αίμα. Αυτό ήθελε πάντα. Αυτό θεωρούσε πρωτεύον. Αυτό θεωρούσε το πιο γερό στήριγμα για μια οικογένεια. Η προσμονή του να φύγουν στη Μάνη μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Αν μπορούσε τώρα θα την έπαιρνε να έφευγαν, αλλά είχε δώσει όρκο στην πατρίδα να κάνει ό,τι χρειαστεί για να μείνει αδούλωτη. Θα τελείωνε αυτό για το οποίο είχε έρθει. Εξάλλου ήθελε και τα παιδιά του να μεγαλώσουν σ' έναν τόπο ελεύθερο και όχι κάτω απ' τον ζυγό των Οθωμανών.
«Αγάπη μου πρέπει ν' ανέβω πάνω τώρα για να μην καταλάβει τίποτε η Αϊσέ»
«Ένα τελετυαίο φιλί»
Αφού αντάλλαξαν αυτό το γεμάτο πόθο φιλί, επέστρεψε στο σπίτι της. Εκείνος παρέμεινε από κάτω περιμένοντας μέχρι να δει ότι δεν υπάρχει φως απ' τον οντά της. Είχε γίνει προστατευτικός. Για εκείνη και το παιδί τους. Δεν φοβόταν να το παραδεχτεί στον εαυτό του. Εξάλλου ήταν οι δύο άνθρωποι που αγαπούσε και νοιαζόταν περισσότερο στη ζωή του.
-
Δημητρούλα κι Ελένη μου,
Εύχομαι να είστε καλά. Ξέρω πως αυτά τα γράμματα δεν θα φτάσουν ποτέ στα χέρια σας, αλλά νιώθω ότι με ακούτε από εκεί που είστε κι επιπλέον είστε οι μόνες που μπορώ να εμπιστευτώ. Έχουν περάσει δύο μήνες από τότε που έμαθα ότι είμαι έγκυος. Το μωράκι μου μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Είμαι τριών μηνών τώρα και σε λίγες μέρες θα μπω στον τέταρτο. Η κοιλιά μου έχει αρχίσει να φαίνεται. Η κυρά-Ζεϊνέπ που με είδε πριν από δύο μέρες είπε πως είμαστε κι οι δυο πολύ καλά. Η Αϊσέ έπρεπε να φύγει, γιατί την ειδοποίησαν ότι η αδερφή της αρρώστησε και από τότε μένω μόνη. Ανησυχούσε αλλά η μαμή της υποσχέθηκε ότι κάθε εβδομάδα θα έρχεται να με βλέπει. Δεν γνωρίζει βέβαια για τον Τζανέτο. Σχεδόν κάθε μέρα είναι εδώ και με προσέχει σαν τα μάτια του. Δεν με αφήνει κυριολεκτικά να κάνω τίποτα. Το βράδυ μου υποσχέθηκε ότι θα έρθει πάλι. Ανυπομονώ να τον ακούσω να μου διηγείται. Είπε πως θα μου φέρει κι ένα βιβλίο με ποίηση, απ' αυτά που μου αρέσουν. Σας αγαπώ
Το έβαλε στο κουτί μαζί με το άλλο. Ήταν πολύτιμα για εκείνη. Όμως θα μπορούσαν να γίνουν και η καταστροφή της. Ήταν σίγουρη πως δεν θα τα έβρισκε ποτέ κανείς. Τα είχε κρύψει πολύ καλά.
-
Ετοιμαζόταν να φύγει, καθώς άρχισε να σουρουπώνει
«Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία. Πάλι σ' αυτήν θα πας;»
«Ναι Γιώργη. Και μην την ξαναπείς αυτή» Του απάντησε ενοχλημένος
«Και πώς να την λέω; Ούτε το όνομά της μου έχεις πει»
«Δεν χρειάζεται να ξέρεις»
«Πρόσεχε κακομοίρη μου γιατί καμιά μέρα θα σε καταλάβουν και θα την πληρώσετε κι οι δυο»
«Σε λίγο καιρό θα έχουμε φύγει»
«Το κακό μπορεί να σε βρει και την τελευταία στιγμή. Να το θυμάσαι αυτό Τζανέτο»
«Τίποτα δεν θα γενεί»
Άρπαξε το βιβλίο κι έφυγε. Δεν έβλεπε την ώρα να την σφίξει στην αγκαλιά του, ειδικά τώρα που το μωρό τους είχε μεγαλώσει. Ήταν το πιο γλυκό συναίσθημα να βάζουν μαζί τα χέρια τους στην κοιλιά της και να περιμένουν να το νιώσουν. Ακόμα δεν είχε συμβεί, όμως το περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία. Δεν ήξερε αν έπρεπε να στείλει γράμμα στους δικούς του ώστε να γνωρίζουν, αλλά φοβόταν μην πέσει σε λάθος χέρια. Δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει.
-
«Το έφερες τελικά» Του είπε ενθουσιασμένη
Πέθαινε να την βλέπει να χαμογελάει
«Αφού στο είχα υποσχεθεί»
«Ποιο είναι;»
«Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα»
«Έχω ακούσει γι' αυτούς. Δεν είχαν καλό τέλος» Σταμάτησε για μια στιγμή «Τι είχε συμβεί;»
«Υπήρχε έχθρα ανάμεσα στις οικογένειές τους και δεν τους άφηναν να παντρευτούν. Στο τέλος πήραν δηλητήριο» Την είδε που σκοτείνιασε «Όμως εμείς θα έχουμε καλό τέλος. Κανείς δεν μπορεί να μας χωρίσει. Ούτε ο θάνατος»
«Η δική μας ιστορία θα έχει καλό τέλος. Ορκίσου το»
Την τράβηξε απαλά απ' το χέρι πάνω του. Το κορίτσι κούρνιασε στο στέρνο του, ενώ εκείνος πέρασε το ένα χέρι του στη μέση της και με το άλλο χάιδεψε τα ολόμαυρα, μακριά μαλλιά της.
«Θα σας προστατεύσω με τη ζωή μου αν χρειαστεί. Κανείς δεν θα σας πειράξει»
«Οκρίσου ότι θα ζήσουμε κι οι τρεις μαζί Τζανέτο!» Είπε με ένταση στη φωνή και βουρκωμένα μάτια
«Μην ανησυχείς ψυχή μου. Η πατρίδα μου είναι ελεύθερη. Εκεί κανείς δεν θα μπορεί να μας βλάψει»
Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια της από ηρεμία. Τότε ήταν που το ένιωσε
«Τζανέτο το ένιωσα! Ένιωσα το μωρό μας!» Φώναξε ενώ έλαμπε από ευτυχία
«Πότε;»
«Μόλις τώρα! Ήταν σαν φτερούγισμα! Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο υπέροχο ήταν!»
Πήρε το χέρι του και το έβαλε στην κοιλιά της. Το ξανάνιωσε. Της χαμογέλασε διάπλατα
«Το μωρό μας ψυχή μου» Είπε και την φίλησε στο μέτωπο
«Ένιωσε πως είσαι εδώ. Αυτή είναι η πρώτη φορά που το αισθάνομαι. Και το αισθάνθηκα μαζί σου»
«Θα αφιερώσω όλη μου τη ζωή να σας αγαπάω και να σας προστατεύω. Θα φτιάξουμε την πιο όμορφη οικογένεια»
Κοιμήθηκαν μαζί απόψε. Ήθελαν όλη τη νύχτα να είναι αγκαλιά και να κάνουν έρωτα. Ένιωθαν τόσο ευτυχισμένοι που ήδη νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι. Αυτή όμως ήταν απλά μια ψευδαίσθηση.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: 7 hours ago ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Κάποτε στην Πόλη Where stories live. Discover now