Στο φως του φεγγαριού

24 1 0
                                    

Η Χαριτίνη τον σκεφτόταν συνέχεια. Επιτέλους του είχε είπε το ναι. Αυτό το ναι που έκανε ευτυχισμένους και τους δύο. Δεν είχε μετανιώσει ούτε στιγμή για την απόφασή της. Τον αγαπούσε. Με όλο της το είναι. Ήταν ο άνδρας που ήθελε να περάσει μαζί του το υπόλοιπο της ζωής της. Να κάνει οικογένεια. Και μόνο μ' ένα του βλέμμα έλαμπε από ευτυχία. Ανυπομονούσε να έρθει το βράδυ. Να της πει «Σ' αγαπώ» και να του το πει κι εκείνη. Ένιωθε ξανά 14 χρονών. Όπως τότε που ήταν ελεύθερη στο νησί της. Τέσσερα χρόνια τώρα ζούσε στο σκοτάδι και ξαφνικά ήρθε αυτός ο άνθρωπος φώτισε όλη της την ύπαρξη. Ήθελε να φύγει μαζί του. Να μην ξαναδεί ποτέ τον σύζυγό της. Να το αφήσει πίσω της σαν έναν κακό εφιάλτη. Από εδώ και πέρα ήθελε να δημιουργήσει μόνο όμορφες αναμνήσεις. Με τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Με αυτές τις όμορφες σκέψεις βυθίστηκε σ' έναν γλυκό ύπνο.
-
Ο Τζανέτος ένιωθε πλημμυρισμένος από ευτυχία. Το μόνο που ήθελε ήταν να την πάρει και να φύγουν. Να πάνε στη Μάνη, στην πατρίδα του, και να ζήσουν όμορφα με την οικογένειά που θα δημιουργούσαν. Μόνο αυτό του έφτανε. Η Χαριτίνη ήτανε όλος του ο κόσμος. Δεν υπήρχε τίποτα χωρίς εκείνη. Ήθελε να την ξαναδεί. Να έρθει το επόμενο βράδυ και να την ξαναδεί. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά. Έκανε τις δουλειές του σωστά, αλλά εκείνη είχε στο μυαλό του. Μόνο εκείνη. Τα μάτια της. Το βλέμμα της...
-
Όταν επιτέλους ήρθε το βράδυ έπεσε πάνω του και αγκαλιάστηκαν τόσο σφιχτά σαν να είχαν ν' ανταμωθούν έναν αιώνα. Αυτή τη φορά τον φίλησε εκείνη πρώτη
«Σ' αγαπώ Τζανέτο. Σ' αγαπώ πιο πολύ κι απ' τη ζωή μου»
«Κι εγώ ψυχή μου» Της είπε και την φίλησε γλυκά
«Εδώ λίγο πιο κάτω υπάρχει ένα μικρό ποτάμι. Είναι παράδεισος. Λατρεύω το νερό. Μου θυμίζει το νησί μου»
Περπάτησαν μέχρι εκεί κι έφτασαν μετά από αρκετή ώρα
Ήταν όντως πολύ όμορφα. Εκείνη τη νύχτα είχε έκλειψη σελήνης και το τοπίο φαινόταν ακόμα υπέροχο απ' όσο ήταν
«Εδώ θα είναι ο μικρός μας παράδεισος»
«Πραγματικά είναι πολύ όμορφο»
Τι στιγμή που το φεγγάρι κρύφτηκε φιλήθηκαν με πάθος.
«Θέλω να κάνω έρωτα για πρώτη φορά μαζί σου» Του εξομολογήθηκε
Τη φίλησε τρυφερά στον λαιμό και χάιδεψε τα απαλά μαλλιά της. Εκείνη έβγαλε το σακάκι του και γονάτισαν κι οι δύο. Ξεκούμπωσε το φόρεμά της και τυλίχθηκε γύρω του. Πέρασε τα δάχτυλα της μέσα απ' τα μαλλιά του. Για πρώτη φορά ένιωσε πάθος, έρωτα και τρυφερότητα μαζί. Ήταν η πρώτη φορά που έκανε πραγματικά έρωτα. Δεν ένιωσε τύψεις, ούτε κανένα αρνητικό συναίσθημα όταν τελείωσαν. Μόνο ευτυχία και αγάπη. Το φεγγάρι άρχισε να ξαναβγαίνει. Κάθονταν αγκαλιά, γυμνοί κάτω απ' το σεληνόφως και δεν έλεγαν τίποτα, μόνο κοίταζαν ο ένας τον άλλον και χαμογελούσαν. Αυτή τη φορά εκείνος έσπασε τη σιωπή
«Πώς νιώθεις ψυχή μου;» Την κοίταξε με αγάπη και χάιδεψε την κορυφή του κεφαλιού της
«Η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου. Θέλω να με πάρεις και να φύγουμε από εδώ. Να πάμε ό,που θες αρκεί να φύγουμε»
«Όταν τελειώσω με τις υποχρεώσεις μου θα σε πάρω και θα πάμε στη Μάνη, την πατρίδα μου. Θα την λατρέψεις»
«Πώς είναι; Μίλα μου για τον τόπο σου»
«Έχει άγρια ομορφιά. Βουνά και λαγκάδια, αλλά και πολύ γαλάζιο. Η θάλασσα φαίνεται από παντού»
«Λατρεύω τη θάλασσα. Κάθε μέρα την έβλεπα απ' το νησί μου»
«Ποιο είναι το νησί σου;»
«Η Κάρπαθος. Είναι καταπράσινο και από παντού μυρίζει η αλμύρα του πελάγους»
«Μίλα μου για τη ζωή σου εκεί»
«Ήμουν ελεύθερη κι ευτυχισμένη. Είχα έναν μικρό λόφο που πήγαινα και ηρεμούσα. Όταν ήμουν εκεί μόνη μου άρεσε να τραγουδάω, να χορεύω και να διαβάζω ποιήματα. Ήταν το ησυχαστήριό μου»
«Και πως έφτασες εδώ;»
«Είναι πικρή ιστορία. Δε θέλω να χαλάσουμε τη μαγεία αυτή της στιγμής. Φίλα με»
Έμειναν εκεί μέχρι το ξημέρωμα. Γυμνοί και αγκαλιασμένοι. Ανταλλάσσοντας φιλιά και κουβέντες. Όταν άρχισε να χαράζει έφυγαν με βαριά καρδιά. Την άφησε σπίτι και γύρισε κι εκείνος στο δωμάτιό του. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πότε θα φύγουν για να ζήσουν ελεύθεροι. Εκείνη την ημέρα δεν είχε δουλειά. Μια φορά τον μήνα ξεκουράζονταν. Πουρνό πουρνό κατέβηκε στην αγορά της Πόλης και μπήκε σ' ένα κοσμηματοπωλείο. Διάλεξε τις πιο απλές βέρες. Γιατί έτσι ήταν και η αγάπη τους. Απλή, όμορφη και ξεκάθαρη. Θα την αρραβωνιαζόταν σήμερα το βράδυ κιόλας.
-
Η Χαριτίνη, αφού αποκοιμήθηκε η Αϊσέ, πήγε στο ποτάμι που ήδη την περίμενε ο Τζανέτος. Το βλέμμα του όμως ήταν διαφορετικό. Έπεσε αμέσως στην αγκαλιά του κι εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω της
«Μέτραγα τις ώρες για να σε δω»
«Κι εγώ αγάπη μου» Είπε και την φίλησε τρυφερά στο κεφάλι
Έκανε ένα βήμα πίσω και γονάτισε. Η κοπέλα ξαφνιάστηκε
«Χαριτίνη θες να γίνεις γυναίκα μου;» Της είπε με κουταβίσιο βλέμμα
Η κοπέλα έκρυψε το πρόσωπό της μες τις παλάμες της. Έκλαιγε από χαρά
«Ναι Τζανέτο! Το θέλω όσο τίποτα!»
«Τότε αυτή είναι δική σου. Πάρτην και κρύψε την. Όμως όταν είμαστε μαζί θέλω να την φοράς. Εντάξει;»
«Εντάξει αγάπη μου» Του είπε με βλέμμα που ανάβλυζε από ευτυχία
Σφράγισαν αυτή τους την υπόσχεση μ' ένα παθιασμένο φιλί. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να την στριφογυρίζει στον αέρα. Γελούσαν και οι δύο ακατάπαυστα. Όταν πήγαιναν στη Μάνη θα παντρεύονταν.
-
Η Αϊσέ είχε παρατηρήσει εδώ και λίγες μέρες μια αλλαγή στη συμπεριφορά της Χαριτίνης
«Γκιζέμ παρατήρησα πως εδώ και λίγες φαίνεσαι πολύ καλά»
«Είμαι όπως ήμουν τόσα χρόνια Αϊσέ»
Είχε πιάσει αρκετές φορές τη Χαριτίνη να κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο και να χαμογελά. Στο δείπνο έβαζε το κεφάλι της ανάμεσα στους καρπούς της, κοίταζε το κενό και έλαμπε από ευτυχία. Δεν ήθελε ούτε καν να το σκεφτεί αυτό υποψιαζόταν ενδόμυχα. Όχι γιατί υποστήριζε τον Μπέη, αφού με το ζόρι την είχε φέρει εδώ όταν ακόμα ήταν παιδί, αλλά γιατί φοβόταν την αντίδρασή του. Αυτά τα τέσσερα χρόνια που εμένε στο σπίτι την είχε αγαπήσει. Μόνο που δεν χαμογελούσε ποτέ. Μόνο έκλαιγε και ήταν μελαγχολική. Της φερόταν πολύ καλά. Ήταν η κόρη που ποτέ δεν απέκτησε, αφού οι γονείς της την έδωσαν ψυχοκόρη στους γονείς του μπεηλέρμπεη και έτσι και δεν κατάφερε να παντρευτεί. Τώρα έβλεπε πως στην πραγματικότητα αυτό το κορίτσι ήταν η χαρά της ζωής. Μάλλον έτσι θα ήταν και στο νησί της σκέφτηκε.
«Γκιζέμ!»
«Ναι;»
«Γιατί δεν τρως κορίτσι μου; Δεν σου αρέσει; Μήπως θέλεις να σου φτιάξω κάτι άλλο;»
«Όχι Αϊσέ μου μια χαρά είναι το φαγητό σου» Της απάντησε ενώ κοιτούσε το κενό μ' ένα πλατύ χαμόγελο
«Μήπως συμβαίνει αυτόν τον καιρό κάτι στη ζωή σου που δεν μου το έχεις πει;»
«Όχι όχι. Απλώς θυμήθηκα τις παιδικές μου αναμνήσεις» Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη την ώρα
«Δεν σ' έχω ξαναδεί τόσο χαρούμενη» Παρατήρησε
«Για όλα υπάρχει πρώτη φορά»
«Θα περιμένω εσύ να μου πεις»
-
Ο Τζανέτος με τον Γιώργη επιστρέφοντας από το λιμάνι συνάντησαν τον γιο ενός καπεταναίου
«Ο Μουσταφά μας θέλει όλους για να μας ανακοινώσει κάτι σημαντικό»
«Τι μας θέλει κι αυτός τώρα; Πεινάω σαν λύκος» Είπε ο Γιώργης
«Δεν ξέρω, αλλά είναι σημαντικό»
Ο Μουσταφά ήταν ήδη στη σάλα
«Λοιπόν τώρα που ήρθατε όλοι έχω να σας ανακοινώσω κάτι. Εσύ, εσύ, εσύ κι εσύ θα πάτε αύριο σ' ένα μπάρκο μας στον Πόντο» Είπε δείχνοντας με το δάχτυλό του
«Τι; Γιατί;» Παραπονέθηκε ο Τζανέτος
«Έχεις καμιά αντίρρηση Λάσκαρη;»
«Δεν μας είχατε ενημερώσει για κάτι τέτοιο»
«Σας ενημερώνω τώρα»
«Για πόσο καιρό θα λείπουμε;»
«Έναν, ενάμιση, μπορεί και δύο μήνες. Αναλόγως»
«Τόσο πολύ;»
«Τόσο Λάσκαρη. Μέχρι το βράδυ να έχετε ετοιμάσει τα απαραίτητα. Αύριο φεύγετε νωρίς» Είπε και τους άφησε μετέωρους. Κυρίως τον Τζανέτο. Δεν ήθελε να αφήσει την Χαριτίνη τώρα που την βρήκε
-
«Δεν θες να πας ε;»
«Φυσικά κι όχι Γιώργη. Δεν μας είχαν ενημερώσει»
«Δεν θες να την αφήσεις. Ό,ποια και να είναι»
«Κι αυτό»
«Αφού αυτός είναι ο βασικός λόγος. Παραδέξου το τουλάχιστον σ' εμένα. Τι σόι φίλοι είμαστε;»
«Εντάξει» Είπε και ξεφύσησε «Εκείνη είναι ο λόγος. Δεν θέλω να την αφήσω για τόσο πολύ καιρό μόνη»
«Μήπως να μου έλεγες ποια είναι; Να της μεταφέρω κάτι που θες να της πεις;»
«Όχι»
«Είσαι πολύ στρείδι τελικά»
«Γιατί θα της το πω εγώ. Θέλω να την αποχαιρετίσω. Θα πάω τώρα!»
«Κάτσε κάτω μωρέ τρελέ! Αύριο πρέπει να φύγεις πολύ νωρίς» Τον μάλωσε ο φίλος του
«Δεν θέλω να νομίζει ότι εξαφανίστηκα. Θέλω να την δω. Τόσον καιρό θα κάνω να την ξαναδώ»
-
Η Χαριτίνη άκουσε τα πετραδάκια στο παράθυρό της. Το άνοιξε και τον είδε από κάτω. Της έκανε νεύμα να κατέβει. Κοιτάχτηκαν και τον αγκάλιασε σφιχτά
«Έγινε κακό γι' αυτό αυτό το βλέμμα»
«Θα πρέπει να φύγω για λίγο καιρό» Της είπε κρατώντας της τα χέρια
«Που θα πας;»
«Με στέλνουν σ' ένα μπάρκο στον Πόντο»
«Πόσον καιρό θα λείπεις;» Τον ρώτησε με λυγμό
«Έναν με δύο μήνες»
«Πώς θ' αντέξω να μην σε βλέπω;» Του είπε δακρυσμένη
«Θ' αντέξεις. Όπως θ' αντέξω κι εγώ»
Άγγιξε τα μαλλιά της και τη φίλησε. Εκείνη πέρασε τα χέρια της γύρω απ' τον λαιμό της. Δεν ήθελε να τον αφήσει. Δεν μπορούσε να τον αφήσει
«Για λίγο θα 'ναι. Μόνο για δυο μήνες»
«Φαντάζουν αιώνας όμως»
«Θα τα καταφέρουμε Χαριτίνη θα το δεις. Θα ζήσουμε μαζί. Ευτυχισμένοι»
«Μου το υπόσχεσαι;» Τον ρώτησε μ' εκείνο το μελαγχολικό που μόλις το αντίκρυζε έχανε το μυαλό του
«Στο ορκίζομαι καρδιά μου»
«Θα βλέπω κάθε μέρα τη βέρα που μου έδωσες. Για ν' αντέξω»
«Αυτές οι βέρες μας ενώνουν. Μην το ξεχάσεις ποτέ. Όσο την έχεις είμαι δικός σου»
«Κι όσο την έχεις είμαι δική σου»

Κάποτε στην Πόλη Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ