Ένα απρόσμενο δώρο

28 0 0
                                    

Ο Τζανέτος βρισκόταν ήδη στο καράβι. Αγνάτευε τη θάλασσα και σκεφτόταν εκείνη. Πώς θα άντεχε χωρίς να τη βλέπει; Έβγαλε απ' την τσέπη του τη βέρα. Την κοίταζε κι έβλεπε το πρόσωπό της. Τ' όμορφο, αγνό της πρόσωπο. Σκέφτηκε πως όλο αυτό ήταν μια δοκιμασία για να δυναμώσει η αγάπη τους. Θ' άντεχε, ήταν σίγουρος. Όμως υπέφερε. Μέσα του πονούσε. Το μόνο που ήθελε αυτήν την στιγμή ήταν να την έχει στην αγκαλιά του
-
Στο πρόσωπο της Χαριτίνης είχε επιστρέψει το σκοτάδι. Κοίταζε έξω απ' το παράθυρο και φανταζόταν εκείνον. Κρατούσε τη βέρα. Την έσφιξε μες την παλάμη της και δάκρυσε. Έπρεπε ν' αντέξει. Για εκείνον. ΓΙΑ ΕΚΕΊΝΟΥΣ. Για την αγάπη τους. Μόλις τελείωνε με τις υποχρεώσεις του θα την έπαιρνε και θα ζούσαν ευτυχισμένοι. Της το είχε ορκιστεί.
-
Δεν άντεχε άλλο μες τον οντά του. Ήταν σαν θηρίο στο κλουβί. Η Χαριτίνη είχε αιχμαλωτίσει τις σκέψεις του. Αποφάσισε να κατέβει μια βόλτα στην αγορά. Καθώς περπατούσε του τράβηξε την προσοχή ένας πίνακας. Ένας πίνακας που απεικόνιζε ένα νεαρό κορίτσι. Πλησίασε για να δει καλύτερα και παράτησε πως το κορίτσι έμοιαζε καταπληκτικά στη Χαριτίνη. Κάτω κάτω με μικρά, καλλιγραφικά γράμματα, έγραφε το όνομά της. Ήταν σίγουρος. Ο πίνακας απεικόνιζε εκείνη
«Πόσο τον πουλάς;» Ρώτησε τον πραγματευτή
«Είναι πολύ ακριβός. Απ' τα καλύτερα κομμάτια που έχω»
«Όσα είναι τα δίνω» Του απάντησε αποφασιστικά
«Είσαι σίγουρος παλικάρι μου;»
«Πες απλά την τιμή»
Ο πατέρας του του είχε δώσει αρκετά χρήματα για όσον καιρό θα ήταν στην Πύλη. Έδωσε τα χρήματα στον πραματευτή και την επόμενη στιγμή ο πίνακας βρισκόταν στα χέρια του. Φαινόταν τόσο αθώα, χαρούμενη με αυτήν την όμορφη μελαγχολία πάντα να την συντροφεύει. Πρέπει να ήταν στο νησί της, πριν την αρπάξουν οι Τούρκοι. Την άφησε στον οντά του και την χάζευε κάθε βράδυ. Θα της τον έδινε μόλις επέστρεφε και θα την ρωτούσε για την ιστορία του.
-
Είχε περάσει περίπου ενάμισης μήνας από τότε που ο Τζανέτος έφυγε για το μπάρκο και η λύπη περέμενε στα μάτια της. Ανυπομονούσε να τον ξαναδεί. Να τον σφίξει στην αγκαλιά της. Λογικά σε λίγες μέρες θα επέστρεφε. Περίπου δύο μήνες της είχε πει πως θα κρατούσε το μπάρκο. Την τελευταία εβδομάδα δεν ένιωθε καλά. Είχε ζαλάδες κι έκανε συνέχεια εμετούς.
«Γκιζέμ μου νομίζω πως πρέπει να φωνάξουμε την κυρά-Ζεϊνέπ. Πάει μέρες που είσαι έτσι» Είπε με ανησυχία η Αϊσέ
«Δεν είναι τίποτα, θα μου περάσει»
«Μπορεί να έχεις κάτι σοβαρό. Εγώ πάντως θα την φωνάξω, αλλιώς δεν θα ησυχάσω»
«Αν είναι να σε βλέπω ν' ανησυχείς να τη φωνάξεις» Της είπε η Χαριτίνη και της χαμογέλασε
Η Χαριτίνη ξάπλωσε και η κυρά-Ζεϊνέπ την εξέτασε. Αφού τελείωσε χαμογέλασε πλατιά και στις δύο
«Φυσιολογικά είναι όλα αυτά κουζούμ μου. Συγχαρητήρια!»
«Τι έχει το κορίτσι;»
«Τίποτα Αϊσέ μου. Έγκυος είναι. Περίπου ενάμιση μήνα τώρα»
Είχε μείνει άναυδη. Έπιασε την κοιλιά της ασυναίσθητα. Με τον άντρα της είχε να κοιμηθεί πολλούς μήνες. Κυοφορούσε το παιδί του Τζανέτου. Από εκείνο το βράδυ στο ποτάμι. Θα έπρεπε να είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της. Όμως δεν μπορούσε να είναι. Αν ο άντρας της γύριζε και το μάθαινε θα την έσφαζε επειδή θα καταλάβαινε πως δεν είναι δικό του. Ο Τζανέτος έλειπε. Δεν ήξερε τι να κάνει.
«Γιατί σκοτείνιασες Γκιζέμ μου;» Της είπε η κυρά-Ζεϊνέπ
«Απλώς ξαφνιάστηκα»
«Καιρός ήταν. Τέσσερα χρόνια είστε παντρεμένοι με τον μπεηλέρμπεη» Σχολίασε η μαμή
«Είμαι εξαντλημένη. Θα ήθελα να κοιμηθώ»
«Εντάξει Γκιζέμ μου ξεκουράσου»
Η Αϊσέ την φίλησε στο κεφάλι και έκλεισε την πόρτα πίσω της
«Να πάρε και κάτι κυρά-Ζεϊνέπ για τα καλά μαντάτα που μας έφερες»
«Δεν φάνηκε και πολύ χαρούμενη» Σχολίασε εκείνη
«Απλώς ξαφνιάστηκε το κορίτσι. Είναι που και μια εβδομάδα είναι έτσι. Μάλλον θα έχει δύσκολη εγκυμοσύνη. Είμαι σίγουρη πως από μέσα της χάρηκε»
-
Ο Τζανέτος επιτέλους επέστρεφε. Είχαν τελειώσει οι δουλειές στον Πόντο. Τον πίνακα τον είχε σκεπάσει για να μην τον δει κανείς και κινήσει υποψίες. Σε λίγες μέρες θα την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να περιμένει γι' αυτή τη στιγμή. Του είχε λείψει πολύ. Θα της έκανε δώρο και τον πίνακα. Λαχταρούσε να δει το χαμόγελό της όταν της τον έδινε.
-
Είχε περάσει περίπου μία εβδομάδα από τότε που έμαθε για την εγκυμοσύνη. Το μυαλό της είχε γεμίσει μαύρες σκέψεις. Όλοι νόμιζαν πως ήταν του άντρα της. Μόνο εκείνη γνώριζε την αλήθεια. Παρόλο που όλα ήταν δύσκολα, κυοφορούσε το παιδί του μεγάλου της έρωτα. Χάιδεψε την κοιλιά της και τότε ένιωσε μια γλυκιά ευφορία στην καρδιά της. Αυτό το μωρό θα γεννιόταν από αγάπη. Ήταν το παιδί της. Το παιδί της και το παιδί του. Ήθελε τόσο πολύ να επιστρέψει και να του το πει. Τώρα πια δεν ήταν μόνοι. Ήταν υπεύθυνοι και για μια άλλη ζωή. Το ζωή του μωρού τους. Έπρεπε να το προστατεύσουν πάσει θυσία.
-
Αφού επέστρεψε στην Πόλη πήγε στο δωμάτιό του να ξεκουραστεί. Το βράδυ θα πήγαινε να τη δει. Ο Γιώργης έλειπε. Έκρυψε τον πίνακα κάτω απ' το κρεβάτι του. Επιτέλους ήταν στην Πόλη. Προσπαθούσε να εκτελεί τα καθήκοντά του όσο πιο καλά μπορούσε για να φύγει πιο γρήγορα. Της το είχε υποσχεθεί. Ο πόλεμος με τους Ενετούς φαίνεται πως ήταν δύσκολος απ' αυτά που άκουσε. Θα αργούσε να επιστρέψει ο Μπέης. Πίστευε ότι μέχρι τότε θα είχε ξεμπερδέψει και όταν επέστρεφε να βρισκόταν προ τετελεσμένου. Οι ώρες πέρασαν και άρχισε να σουρουπώνει. Πήρε τον πίνακα και ξεκίνησε για το σπίτι της. Πήγαινε απ' τα στενά για να μην τον δει κανείς. Άρχισε να πετάει πετραδάκια.
-
Βρισκόταν από κάτω και κρατούσε κάτι μεγάλο. Της έκανε εντύπωση. Αλλά ήταν τόσο χαρούμενη που επιτέλους είχε επιστρέψει
«Έλα πάνω»
«Δεν φοβάσαι μην μας δει η Αϊσέ;»
«Λείπει σήμερα. Έχει πάει να δει την αδερφή της και θα μείνει εκεί το βράδυ. Θα επιστρέψει αύριο το μεσημέρι»
Έτρεξε στην πόρτα κι εκείνη του άνοιξε. Έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας
«Επιτέλους ήρθες. Μου έλειψες τόσο πολύ» Του είπε ενώ είχε κολλήσει πάνω του. Δεν ήθελε να την αφήσει ξανά μόνη
«Έι έι μην κλαίς. Τώρα είμαι εδώ» Πήρε και τούφα απ' τα ολόμαυρα μαλλιά της και την έβαλε πίσω απ' το αυτί της. «Εκτός απ' την επιστροφή μου σου έχω ένα ακόμα δώρο» Της είπε ενώ της έδινε τον πίνακα
«Τι είναι αυτό;» Τον ρώτησε με φανερό ενδιαφέρον
«Άνοιξέ το»
Μόλις το ξετύλιξε αντίκρυσε τον πίνακα. ΕΚΕΙΝΟΝ τον πίνακα, που απεικόνιζε τα αθώα της παιδικά χρόνια στο νησί. Δάκρυσε έλα έβαλε τα χέρια της στο στόμα της για να μην φωνάξει από χαρά που τον ξανάβλεπε
«Που τον βρήκες αυτόν;»
«Στον Πόντο. Τον πουλούσε ένας πραματευτής»
«Δεν πίστευα ότι θα τον ξανάβλεπα»
«Δε μου είχες μιλήσει ποτέ γι' αυτό»
«Δεν το θεώρησα απαραίτητο. Εξάλλου που να τον έβρισκα»
«Πες μου τώρα»
«Ήταν λίγο πριν με αρπάξουν. Είχε έρθει στο νησί ένας πλανόδιος ζωγράφος. Βρισκόμουν στον λόφο μου και με συνάντησε τυχαία. Μόλις με είδε επέμενε να μου φτιάξει έναν πίνακα. Αρχικά αρνήθηκα, αλλά η επιμονή του με νίκησε. Ούτε χρήματα δέχτηκε. Είπε πως τον ενέπνευσα»
Την άκουγε με απόλυτη προσοχή. Αυτή η κοπέλα ήταν σαν νεράιδα. Το έβρισκε λογικό κάποιος να θέλει να την ζωγραφίσει
«Είσαι τόσο διαφορετική στον πίνακα. Φαίνεσαι τόσο ευτυχισμένη και η μελαγχολία είναι γλυκιά»
«Γιατί ήμουν Τζανέτο. Ήταν τόσο διαφορετικά εκεί. Μόνο ελευθερία και αγάπη υπήρχε γύρω μου» Κόμπιασε για μια στιγμή «Έχω κι εγώ ένα δώρο για εσένα. Αλλά... Δεν ξέρω αν θα χαρείς»
«Είναι δυνατόν να πιστεύεις κάτι τέτοιο;»
«Δεν είναι τόσο απλό όσο νομίζεις»
«Πες μου. Δεν έχεις φοβάσαι τίποτα»
Κατέβασε το κεφάλι της. Οι λέξεις δεν έβγαιναν απ' το στόμα της. Είχε έναν κόμπο στον λαιμό και την εμπόδιζε να του πει αυτό που ήθελε. Τότε έβαλε τα δάχτυλά στο πηγούνι της και την ανάγκασε να τον κοιτάξει, όπως όταν την πρωτοφίλησε.
«Πες μου»
«Είμαι....» Ψέλλισε «Είμαι έγκυος Τζανέτο. Κουβαλάω το παιδί σου»
Επιτέλους βρήκε το θάρρος και το έβγαλε από μέσα της. Δεν ήξερε τι θα γινόταν απ' εδώ και πέρα. Όμως είχε κάνει το χρέος της. Είπε στον πατέρα του παιδιού της την αλήθεια. Η αντίδρασή του την ξάφνιασε. Την πήρε στα χέρια του και άρχισε να φωνάζει από χαρά.
«Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνδρας καρδιά μου»
«Δηλαδή δεν θύμωσες;» Τον ρώτησε με κουταβίσιο βλέμμα
«Πίστευες ότι θα σε παρατούσα τώρα Χαριτίνη; Για τόσο λίγο μ' έχεις;» Παραπονέθηκε
«Έχεις μπλέξει με τη γυναίκα ενός Μπέη και τώρα σου ανακοινώνει πως είναι έγκυος στο παιδί σου. Τι να σκεφτόμουν; Φοβήθηκα» Του είπε με μάτια υγρά
«Τώρα έχω έναν παραπάνω λόγο να σ' αγαπώ. Θα φέρεις στον κόσμο το παιδί μας. Τον καρπό της αγάπης μας. Θέλω περισσότερο από ποτέ να φύγουμε μαζί. Εγώ, εσύ και το παιδί μας. Να γίνουμε οικογένεια»
Τα εννοούσε αυτά που έλεγε. Το έβλεπε στα μάτια του. Έλαμπε από ευτυχία
«Θα γίνουμε γονείς Χαριτίνη μου»
Άγγιξε την κοιλιά της. Εκείνη έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του
«Αγαπάω ήδη αυτό το μικρό πλασματάκι. Τόσα χρόνια ευχόμουν να μην μείνω ποτέ έγκυος. Αλλά τώρα είναι αλλιώς. Γιατί είναι το παιδί σου» Του παραδέχτηκε
«Κι εγώ το αγαπώ. Επειδή είναι το παιδί ΜΑΣ»
«Μείνε εδώ απόψε. Θέλω να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου»
«Πουθενά δεν θα πάω»
Πήρε τον πίνακα και πήγαν στην κάμαρη που κοιμόταν όταν είχε πρωτοέρθει. Δεν ήθελε να πάνε στο άλλο δωμάτιο. Θεωρούσε εκείνο το κρεβάτι βρώμικο. Έκρυψε τον πίνακα στη ντουλάπα και ξάπλωσαν. Χώθηκε μες την αγκάλη του και κούρνιασε στο στέρνο του. Ο Τζανέτος τύλιξε τα χέρια του γύρω της. Η Χαριτίνη ένιωσε ασφάλεια, τρυφερότητα και ζεστασιά.
«Πες μου μια ιστορία απ' τον τόπο σου»
Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να τον ακούει να διηγείται. Μετά από αρκετή ώρα σταμάτησε λαχανιασμένος. Γύρισε και τον κοίταξε
«Γιατί σταμάτησες;» Τον ρώτησε χαμογελώντας
«Νόμιζα πως μέχρι τώρα θα είχες κοιμηθεί»
«Μ' αρέσει να σ' ακούω να λες ιστορίες απ' τον τόπο σου. Θέλω τόσο πολύ να τον γνωρίσω»
«Θα τον γνωρίσεις μόλις έρθεις»
«Πες μου κι άλλες. Όσες μπορείς να θυμηθείς»
Κάποια στιγμή τους πήρε ο ύπνος. Η αυγή τους βρήκε αγκαλιά. Ξύπνησε εκείνος πρώτο. Της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη και της είπε καλημέρα.
«Ήταν το πιο όμορφο πρωινό ξύπνημα της ζωής μου» Του παραδέχτηκε
«Και το δικό μου»
«Πώς θα ήθελες να ονομάσουμε το παιδί μας;»
«Αν είναι κόρη Ζωή»
«Γιατί;» Της ξέφυγε ένα μικρό γελάκι
«Επειδή η αγάπη μας έδωσε ζωή και στους δυο μας»
«Κι αν είναι γιος;»
«Αντρέα. Γιατί σημαίνει πολεμιστής και άνθρωπος. Και ο γιος μας θα είναι γενναίος, αλλά πάνω απ' όλα άνθρωπος»
Τον κοίταξε με θαυμασμό
«Άρα περιμένουμε τη Ζωή ή τον Ανδρέα. Τη Ζωή Λάσκαρη ή τον Ανδρέα Λάσκαρη»

Κάποτε στην Πόλη Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang